Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (Απρίλιος 1770 - Φεβρουάριος 1843)
Ανάμεσα στις ηγετικές μορφές που ανέδειξε ο εθνικός αγώνας των Ελλήνων για ανεξαρτησία του 1821 ξεχωρίζει αυτή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Το όνομα του αγνού αυτού πολεμιστή πέρασε στο πάνθεον των αθανάτων της Ιστορίας μας, όχι μόνο εξαιτίας της ηρωικής του συνεισφοράς στον ένοπλο ξεσηκωμό εναντίον των Τούρκων, αλλά και για την γενικότερη παρουσία του στα μετεπαναστατικά χρόνια, όταν το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος επιχειρούσε τα πρώτα του άρρυθμα βήματα.
ΜΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ «ΤΟΥΡΚΟΦΑΓΩΝ» Όπως αναφέρει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του, είδε το φως της ζωής «εις τα 1770, Απριλίου 3, τη Δευτέρα της Λαμπρής... εις ένα βουνό, εις ένα δέντρο από κάτω, εις την παλαιά Μεσσηνία, ονομαζόμενο Ραμαβούνι». Η περιοχή βρίσκεται στο ακατοίκητο σήμερα χωριό Λιμποβίσι του Δήμου Φαλάνθου, σε απόσταση 30 χιλιομέτρων από την Τρίπολη. Κατά την τελευταία περίοδο της τουρκοκρατίας το Λιμποβίσι διοικητικά ανήκε στο Βιλαέτι της Καρύταινας, αλλά με την λήξη της επανάστασης του 1821 οι κάτοικοί του μεταφέρθηκαν στην Κατσίμπαλη. Στο επίσης εγκαταλελειμμένο σήμερα χωριό Αρκουδόρεμα οι Κολοκοτρωναίοι διατηρούσαν προεπαναστατικά τα λημέρια τους.
Προερχόταν από φημισμένη οικογένεια κλεφτών και αρματολών, που η δράση τους εκτείνεται στην προεπαναστατική περίοδο, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης καθώς και μετά την απελευθέρωση. Η οικογένεια καταγόταν από την Πελοπόννησο και πολλά μέλη της διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο από τις αρχές του 16ου αιώνα, στους αγώνες εναντίον των Τούρκων. Αποκορύφωμα αυτής της δραστηριότητας υπήρξε η δράση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην επανάσταση του 1821. Υπολογίζεται ότι μόνο στα διάστημα 1760-1806 σκοτώθηκαν περίπου 70 μέλη της οικογένειας.
Το επώνυμο της οικογένειάς του αρχικά ήταν Τζεργίνη (κατ’ άλλους Τσεργίνη), και ζούσε στο χωριό Ρουμπάκι του Λεονταρίου (Αρκαδία). Όταν οι Τούρκοι έκαψαν το χωριό του, ο Τριανταφυλλάκος Τζεργίνης, που θεωρείται και ο γενάρχης των Κολοκοτρωναίων, κατέφυγε το 16ο αιώνα στο Λιμποβίσι. Ο γιος του, Δημητράκης, απέκτησε 3 γιους: τον Χρόνη, τον Λάμπρο και τον Δήμο. Οι Τζεργίνιδες, έγιναν κλέφτες στις αρχές του 16ου αιώνα, όταν ξεσηκώθηκαν εναντίον των Τούρκων κατά τη ναυτική εκστρατεία του Γενουάτη ναυάρχου Αντρέα Ντόρια στην Πελοπόννησο (1532). Ο Ντόρια κατάλαβε τη Μεθώνη, την Πάτρα, το Ρίο και ξεσήκωσε του Πελοποννήσιους εναντίον του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς. Αποχώρησε όμως ένα χρόνο αργότερα, αφήνοντας εκτεθειμένους τους κατοίκους. Το γεγονός αυτό σήμανε την απαρχή της συνεχούς πολεμικής δραστηριότητας της οικογένειας.
Το 1667, στον πόλεμο μεταξύ Τουρκίας και Βενετίας για την κυριαρχία της Κρήτης, οι απόγονοι του Λάμπρου Τζεργίνη, Χρόνης, Δήμας και Λάμπρος, πήγαν από την Πελοπόννησο στα λημέρια των κλεφτών στη Ρούμελη. Μετά από πόλεμο 20 ετών με τους Τούρκους της Ρούμελης, οι γιοι του γύρισαν στην Πελοπόννησο, όταν κυρίαρχος ήταν ο Ενετός Μοροζίνι, φέρνοντας μαζί τους και κλέφτες της Ρούμελης. Όταν οι Τούρκοι έδιωξαν του Ενετούς και κυριάρχησαν στην Πελοπόννησο, οι αγώνες των Κολοκοτρωναίων αναζωπυρώθηκαν. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο Χρόνης ήταν ο προπάππους του. Κάποια στιγμή ο Δήμος άλλαξε το όνομά του σε Μπότσικας, που στα αρβανίτικα σημαίνει μαυριδερός (ο ίδιος ήταν πράγματι μικρόσωμος και μελαψός). Όταν ένας ντόπιος Αρβανίτης είδε το παιδί που απέκτησε ο Δήμος, τον Γιάννη, το αποκάλεσε «μπιθεκούρα», δηλαδή με πισινό σαν πέτρα. Έτσι έμεινε το επίθετο Κολοκοτρώνης.
Ο Γιάννης απέκτησε 5 γιους: τον Αναγνώστη, τον Κωνσταντή, τον Βασίλη, τον Αποστόλη και τον Γιώργη. Όλοι τους ακολούθησαν το παράδειγμα των προγόνων και καταπιάστηκαν με τον αγώνα εναντίον των κατακτητών, αλλά περισσότερο από όλους διακρίθηκε ο Κωνσταντής, μετέπειτα πατέρας του Θεόδωρου, που αναδείχθηκε ηγέτης των Αρματολών της Κορινθίας. Η δράση του υπήρξε τόσο φοβερή, ώστε οι Τουρκαλβανοί ορκίζονταν με την φράση «να μην σώσω από του Κολοκοτρώνη το σπαθί!»
Το καλοκαίρι του 1769, κι ενώ μαινόταν ο Ρώσο-τουρκικός πόλεμος του 1768 - 1774, η Αικατερίνη Β' της Ρωσίας διέταξε 14 πλοία με 600 στρατιώτες να αναχωρήσουν από το λιμάνι της Κρονστάνδης για την Πελοπόννησο, με σκοπό να αναπτύξουν πολεμική δράση σε βάρος των Τούρκων, υποκινώντας ταυτόχρονα επανάσταση. Αυτή ήταν η πρώτη ναυτική μοίρα των Ρώσων που στάλθηκε στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, η οποία ενεργοποίησε άμεσα την ανταπόκριση των τοπικών προκρίτων και του κλήρου. Ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, πατέρας του Θεόδωρου, ήταν από τους πρώτους που έσπευσαν στην Μάνη για να πάρουν μέρος στην ένοπλη εξέγερση για την ανεξαρτησία. Όταν στις αρχές του 1770 αφίχθη στο Οίτυλο της Μάνης η δεύτερη ρωσική ναυτική μοίρα με επικεφαλής τον Θεόδωρο Ορλόφ και τον ναύαρχο Σπυριδόφ, ο Κωνσταντής ήδη βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με τους Τούρκους της Μάνης. Η σύζυγός του, Ζαμπία ή Ζαμπέτα (το γένος Κωτσάκη), κρυβόταν στο βουνό για λόγους ασφαλείας. Ουσιαστικά αυτός ήταν ο λόγος που ο γιος του, Θεόδωρος, γεννήθηκε με αυτόν τον άβολο και οδυνηρό τρόπο (μολονότι το να γεννούν οι γυναίκες στις ερημιές εκείνη την εποχή δεν ήταν και τόσο ασύνηθες).
Ο ερχομός των «Μοσχόβων», του «ξανθού γένους», όπως αποκαλούσαν τους Ρώσους, είχε αναθαρρέψει τι ελπίδες του υπόδουλου γένους και οι κληρικοί έτρεχαν να τους προϋπαντήσουν με εικονίσματα και σταυρούς στα χέρια, διακηρύσσοντας πως είχε φτάσει η ώρα που ο Θεός θα ελευθέρωνε το χριστιανικό βασίλειο των Ελλήνων και θα αναβίωνε το θρυλικό Βυζάντιο! Η αποτυχία εκείνης της πρόωρης επανάστασης έμελλε να σημαδέψει βαθιά τη ζωή του Θεόδωρου. Ο πατέρας του συνέχισε τον πόλεμο για 10 ολόκληρα χρόνια, ώσπου το 1780 φονεύθηκε σε συμπλοκή με δυνάμεις του πασά Χασάν Τζεζαερλή, κατά την πολιορκία των πύργων της Καστάνιτσας. Μαζί του σκοτώθηκαν και δυο από τους αδελφούς του, όπως επίσης και ο φημισμένος Κλέφτης Παναγιώταρος με πολλούς ακόμη πατριώτες. Ο Αναγνώστης επέζησε και φρόντισε για την ασφάλεια της χήρας του αδερφού του και των δύο ορφανών (τα άλλα τέσσερα παιδιά πέθαναν), φυγαδεύοντάς τους στο χωριό Μηλιά της Μάνης, όπου έμειναν τρία χρόνια. Κατόπιν πήγαν στην Αλωνίσταινα της Μαντινείας, στα Σαμπάζικα, από όπου κρατούσε η καταγωγή της μητέρας του Θεόδωρου.
ΠΡΩΤΟΠΑΛΙΚΑΡΟ ΤΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝ – ΖΑΧΑΡΙΑ
Τα χρόνια που ήρθαν ήταν γεμάτα φόβο και υποψίες. Η οικογένεια έπρεπε να φυλάγεται, κρυβόταν συνέχεια, «στεκόταν στο πόδι, πλάγιαζε με το μάτι ανοιχτό και τ' αφτί στο πορτί». Οι Τούρκοι ποτέ δεν λησμόνησαν το όνομα Κολοκοτρώνης. Σε ηλικία 15 ετών έφυγε από την Αλωνίσταινα, όπου έμενε τότε, έγινε Αρματολός, μα σύντομα εισχώρησε στα σώματα των Κλεφτών της Πελοποννήσου.
Το 1790, σε ηλικία 20 ετών, νυμφεύθηκε την Αικατερίνη Καρούζου, κόρη προεστού του Λεονταρίου. Από τον γάμο τους γεννήθηκαν 3 αγόρια (ο Πάνος, που σκοτώθηκε το 1825, ο Γιάννης ο Γενναίος, που έγινε στρατιωτικός και μετέπειτα πρωθυπουργός και ο Κωνσταντίνος) και 3 κορίτσια, τα οποία φρόντισε να παντρέψει νωρίς, σύμφωνα με τις συνήθειες της εποχής. Ένα από τα κορίτσια ήταν και η Ελένη, μετέπειτα σύζυγος του Νικήτα Σταματελόπουλου (Νικηταρά). Είχε ήδη αποκτήσει την δική του κλέφτικη ομάδα, που γρήγορα έγινε τρόμος των Τούρκων και «κακό σπυρί» των Κοτζαμπάσηδων της Πελοποννήσου. Χτυπούσε κι αμέσως κρυβόταν στα «απάτητα», προκαλώντας το τρελό μίσος των εχθρών του. Δυο χρόνια έμεινε Κλέφτης, κατά την διάρκεια των οποίων διακρίθηκε για την ανδρεία του και ονομάστηκε πρωτοπαλίκαρο του καπετάν Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη. Οι πρώτες του σημαντικές μάχες με τους Τούρκους σημειώθηκαν όταν βοήθησε τον Ανδρέα Ανδρούτσο (πατέρα του Οδυσσέα) να περάσει στη Στερεά Ελλάδα μαζί με τους 400 άνδρες του, όταν σε κάποια φάση το 1792 κινδύνεψε η ζωή του, καθώς ο τελευταίος είχε εγκαταλειφθεί από τη Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας. Η 40ήμερη αυτή μάχη ανέδειξε την ηγετική μορφή του Κολοκοτρώνη. Κατόπιν, χρίστηκε «τέσσερις πέντε χρόνους Αρματολός», έχοντας στην επίβλεψή του το Λεοντάρι και την Καρύταινα. Μετά την κατάληψη της Επτανήσου από τον Ναπολέοντα (1797) η εθνικοαπελευθερωτική κίνηση εντάθηκε και έφερε τον Κολοκοτρώνη πάλι στο μέτωπο της μάχης.
Από τον πρώτο κιόλας καιρό ο Θεόδωρος ξεχώρισε για την ευφυΐα του στην στρατηγική και την ωριμότητα κατά την λήψη των αποφάσεων. Έχαιρε όχι μόνο της αποδοχής των ανδρών του, αλλά και της εκτίμησης των παλαιότερων οπλαρχηγών και των κατοίκων των χωριών που τύγχανε να τον γνωρίζουν. Στο άκουσμά του ακόμη και οι πιο υποτακτικοί ξεσπάθωναν. Οι Τούρκοι, που στο μεταξύ είχαν βάλει σκοπό να αφανίσουν τους αντάρτες των βουνών, ορκίστηκαν να «χαλάσουν» τους Κολοκοτρωναίους. Προς τούτο προσέγγισαν τους Κοτζαμπάσηδες (που έβλεπαν με φθόνο την ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος, γιατί μια τυχόν επιτυχία του θα διακινδύνευε τα προνόμιά τους) και κατάφεραν να εξαγοράσουν αρκετούς.
Το 1802 ο Βοεβόδας (διοικητής) της Πάτρας έστειλε φιρμάνι στους προεστούς και τους Κοτζαμπάσηδες να δολοφονήσουν τον Κολοκοτρώνη και τον αγωνιστή πατριώτη Νικόλαο Πετιμεζά. Τον τελευταίο ήδη τον είχε «στριμώξει» ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, γιός του προεστού των Καλαβρύτων, ενώ ο ισχυρός πρόκριτος της Γορτυνίας, Ιωάννης Δεληγιάννης, όρκισε δυο προεστούς να δολοφονήσουν τον πρώτο. Μετά από καταγγελία του Δεληγιάννη, τον Σεπτέμβριο του 1803, ότι ο Κολοκοτρώνης είναι Αρματολός, οι Τούρκοι αρμάτωσαν 400 άνδρες τους και τον Μάρτιο του 1804 προσπάθησαν να αποκλείσουν τους Κολοκοτρωναίους σε κάποιο χωριό. Μετά από μάχη δύο ημερών αυτοί κατάφεραν να διαφύγουν κάνοντας έξοδο. Τόπο δεν είχαν να σταθούν. Έτσι κατέφυγαν στην Τσακωνιά ζητώντας βοήθεια από τους εκεί προεστούς, αλλά αυτοί απάντησαν πως «για τα τομάρια σας έχουμε μόνο βόλια!» Ακολούθησε μακελειό. Οι Κολοκοτρωναίοι κατάσφαξαν τους προεστούς και όσους είχαν ταχθεί με το μέρος τους. Κάποιοι που κατάφεραν να σωθούν διέφυγαν στην Τρίπολη, καταγγέλλοντας τα συμβάντα στον Τούρκο διοικητή. Αυτός προθυμοποιήθηκε να συγκεντρώσει ένα ισχυρό σώμα εκστρατείας και να ριχτεί στο κυνήγι των επαναστατών.
ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ
Έπειτα από προδοσία ντόπιων προεστών (7 Μαρτίου 1805) ο Κολοκοτρώνης πολιορκήθηκε στην Ξεροκερπινή από τους Τούρκους, αλλά τελικά ξέφυγε από τον κλοιό τους και κατέφυγε στη Ζάκυνθο, που τότε υπαγόταν στην Ιόνιο Πολιτεία. Μαζί με αυτόν πήγαν στη Ζάκυνθο και πολλοί Ρουμελιώτες, Σουλιώτες καθώς και συμπατριώτες του Πελοποννήσιοι. Έχοντας αποκτήσει πείρα και στη θάλασσα ως κουρσάρος, πήρε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις του ρωσικού στόλου κατά το ρωσοτουρκικό πόλεμο. Κάποια στιγμή οι Έλληνες πατριώτες θεώρησαν σκόπιμο να απευθύνουν έκκληση βοηθείας προς τον τσάρο Αλέξανδρο, αλλά η Αγία Πετρούπολη απέφυγε να δεσμευτεί και αντιπρότεινε την κατάταξή τους στον Ρωσικό Στρατό με σκοπό να μεταφερθούν στην Ιταλία και να πολεμήσουν εναντίον του Ναπολέοντα. Κάποιοι πείστηκαν και πήγαν πράγματι στην Νάπολη. Όμως, ο Κολοκοτρώνης απέρριψε την πρόταση του Ρώσου αξιωματικού Αντρέπ για βοήθεια, επειδή δε δέχθηκε τον όρο που του έθεσε (να συμμετάσχει στον αγώνα των Άγγλων, των Ρώσων και των Τούρκων κατά της επαναστατικής Γαλλίας), γιατί τον θεωρούσε άσχετο προς τον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα.
Απογοητευμένος, το 1806 επέστρεψε άπρακτος στη Μάνη, όπου συνάντησε το μίσος και την έχθρα τόσο των Τούρκων όσο και των ντόπιων προεστών, ακριβώς στην πιο κρίσιμη περίοδο των τουρκικών βιαιοτήτων κατά των επαναστατημένων πατριωτών, ιδίως των Κλεφτών και των Κολοκοτρωναίων. Η πίεση του Σουλτάνου είχε εξαναγκάσει τον Οικουμενικό Πατριάρχη, τον Ιανουάριο εκείνης της χρονιάς, να βγάλει διάταγμα δίωξής του και να αφορίσει την οικογένειά του, προσδίδοντας στη προδοτική στάση των προεστών μια επίφαση νομιμότητας κι εθνικοφροσύνης. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να ακολουθήσει πολύμηνη περιπετειώδης και δραματική καταδίωξη του από τους Τούρκους σε πολλά χωριά και πόλεις της Πελοποννήσου. Σχεδόν ολόκληρη η οικογένειά του εξοντώθηκε (σκοτώθηκαν 28 πρώτα ξαδέλφια του και ο αδελφός του, Γιάννης Ζορμπάς), αλλά και παλιοί σύντροφοι του βουνού, όπως ο Πετιμεζάς και ο Ζαχαριάς, ύστερα από προδοσία των καλόγερων της μονής Αιμυαλών. Ο ίδιος σώθηκε, επειδή δε βρισκόταν στο μοναστήρι. Συγκεντρωμένοι γύρω από το Θεόδωρο, οι 150 περίπου εναπομείναντες Κολοκοτρωναίοι ορκίστηκαν «καλή αντάμωση στον άλλο κόσμο» και χωρίστηκαν σε ομάδες διαφυγής. Ο Θεόδωρος απέμεινε με 19 συγγενείς του κι έναν ονόματι καπετάν Γιώργη. Ήταν οι μόνοι που τελικά σώθηκαν. Μετά από δραματική καταδίωξη από τους Τούρκους και τους Κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου, κατάφερε - μαχόμενος - να διαφύγει τελικά με πλοιάριο, φεύγοντας από περιοχή στα ανατολικά του Λακωνικού κόλπου και περνώντας στα ρωσοκρατούμενα Κύθηρα, με ενδιάμεση στάση στην Ελαφόνησο λόγω κακοκαιρίας. Από εκεί έφτασε στη Ζάκυνθο, όπου ήρθε σε επαφή με τον στρατηγό του Ρωσικού Στρατού Παπαδόπουλο. Για άλλη μια φορά αρνήθηκε να ενταχθεί στις τσαρικές δυνάμεις, υποστηρίζοντας πως σκοπός του ήταν η επιστροφή στον Μοριά για να εκδικηθεί το χαμό των συγγενών και φίλων του. Στη Ζάκυνθο γνωρίστηκε με τον Καποδίστρια και τους αρματολούς Μπότσαρη, Τζαβέλα κ.ά., που είχαν καταφύγει στα Επτάνησα για να ξεφύγουν από τους διωγμούς του Αλή πασά. Συνεργάστηκε με τους αρματολούς Γιάννη Σταθά, Νίκο Τσάρα, Βλαχάβα κ.ά. στη συγκρότηση του πρώτου πολεμικού στόλου των Ελλήνων από 70 πλοία, που επέδειξε σημαντική δράση κατά τα έτη 1806-8, η οποία ανακόπηκε ύστερα από επέμβαση του πατριαρχείου. Το καλοκαίρι του 1807 παρευρέθη στην σύσκεψη, που έλαβε χώρα στην Λευκάδα υπό τον Ιωάννη Καποδίστρια προκειμένου να αποφασιστεί η στάση ων Ελλήνων έναντι της απειλής των Ιονίων νησιών από τον Αλή πασά. Την ίδια χρονιά, όταν η ναυτική ρωσική μοίρα υπό τον ναύαρχο Σενιάβιν αναχώρησε από την Κέρκυρα με σκοπό την υποκίνηση εξέγερσης των νησιών του Αιγαίου εναντίον των Τούρκων, ο Κολοκοτρώνης για διάστημα 10 μηνών δραστηριοποιήθηκε στην περιοχή μεταξύ Σκιάθου και Αγίου Όρους με το πλοίο του Γεωργίου Αλεξανδρή. Στη συνέχεια, την άνοιξη του 1808, ο Κολοκοτρώνης είχε στενή επαφή με τον Τουρκαλβανό πατρικό φίλο του, Αλή Φαρμάκη, με τον οποίο κατάστρωσαν σχέδια εναντίον του διοικητή της Πελοποννήσου, Βελή πασά και για την απελευθέρωση της Πελοποννήσου. Η προσπάθεια όμως ματαιώθηκε όταν τα Επτάνησα βρέθηκαν υπό αγγλική κυριαρχία (1809).
Κατόπιν γύρισε στη Ζάκυνθο και το 1810 κατατάχθηκε στο ελληνικό στρατιωτικό σώμα του αγγλικού στρατού στη Ζάκυνθο, που με παρακίνηση και επίβλεψη των Άγγλων είχε οργανωθεί για την αντιμετώπιση των Γάλλων. Κατόρθωσε να φτάσει μέχρι το βαθμό του ταγματάρχη για τη δράση του κατά των Γάλλων (γι’ αυτό συχνά απεικονίζεται με τη χαρακτηριστική περικεφαλαία των Άγγλων αξιωματικών με τον λευκό σταυρό), υπηρετώντας στο σώμα μέχρι την διάλυσή του (1817). Στο διάστημα αυτό μορφώθηκε, μελέτησε την ελληνική ιστορία κι απεκόμισε σημαντική πείρα στις πολεμικές επιχειρήσεις, καταλήγοντας ταυτόχρονα στο συμπέρασμα πως η Ελλάδα θα έπρεπε μόνη να κερδίσει την ελευθερία της, δίχως να υπολογίζει στην βοήθεια καμιάς ξένης δύναμης. Το 1817 αποστρατεύθηκε και ασχολήθηκε προσωρινά με το επάγγελμα του ζωέμπορου.
ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ: Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ
Την 1η Δεκεμβρίου 1818 πραγματοποιήθηκε στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου της Ζακύνθου η σεμνή τελετή μύησης του Κολοκοτρώνη στην Φιλική Εταιρία. Ύστερα από 30 χρόνια κλέφτικης ζωής, ο Κολοκοτρώνης συνδέθηκε για πρώτη φορά με την πανελλήνια οργάνωση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. 3 χρόνια αργότερα έφυγε από τη Ζάκυνθο μεταμφιεσμένος σε καλόγερο και επέστρεψε στην Πελοπόννησο για να αναλάβει τον ξεσηκωμό της περιοχής. Σύντομα ο Κολοκοτρώνης διακρίθηκε τόσο για τη γενναιότητά του όσο και για τις μεγάλες στρατιωτικές του ικανότητες. Συναντήθηκε με τον Ιωάννη Καποδίστρια στην Κέρκυρα και συνομίλησε μαζί του για θέματα της επανάστασης. Ο μελλοντικός κυβερνήτης της Ελλάδας γνώριζε για αυτήν πολύ πριν ο Εμμανουήλ Ξάνθος τον επισκεφθεί στην Πετρούπολη για να τού προσφέρει την ηγεσία της Φιλικής Εταιρίας. Στα τέλη του 1820 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ειδοποίησε τον Κολοκοτρώνη να βρίσκεται σε ετοιμότητα. Η αποφασιστική μέρα ήταν η 25η Μαρτίου.
Στις 6 Ιανουαρίου 1821 η κινητοποίηση στην Μάνη έγινε εντονότερη, αλλά ακόμη οι διαφορές που κατέτρωγαν τα «μεγάλα τζάκια» δεν είχαν ξεπεραστεί. Ο Κολοκοτρώνης φρόντισε να μονιάσει τις οικογένειες και κατάφερε να συσπειρώσει γύρω του ονομαστές προσωπικότητες, όπως ο Μούρτζινος, ο Νικηταράς, ο Παπαφλέσσας, ο Αναγνωσταράς, οι Καπετανάκηδες και οι Κουμουνδούροι. Στις 22 Μαρτίου αυτός και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης τέθηκαν επικεφαλής ομάδας 2.000 ενόπλων και επιτέθηκαν στην τουρκική φρουρά της Καλαμάτας. Την επόμενη μέρα η απελευθερωμένη πόλη ύψωνε την σημαία της επανάστασης. Στις 24 Μαρτίου ο Κολοκοτρώνης και ο Παπαφλέσσας έφτασαν στην Σκάλα Αρκαδίας, όπου προσπάθησαν να εμψυχώσουν τους ντόπιους, αναφερόμενοι στην ηρωική καταγωγή των Ελλήνων και στο θέλημα του Θεού για μια ελεύθερη Ελλάδα. Υποσχέθηκαν μάλιστα ότι μέσα στις επόμενες μέρες οι ίδιοι θα ενίσχυαν τις προσπάθειές τους με 10.000 μαχητές! Ακόμη και οι πλέον διστακτικοί τότε εντάχθηκαν στο πλευρό τους και πήραν τα άρματα.
Η άμεση αντίδραση των Τούρκων ήταν να ενισχύσουν τα κάστρα στα παράλια της Πελοποννήσου, ώστε να αποφευχθεί η πιθανότητα ενίσχυσης των επαναστατών με απόβαση ξένου στρατού (πιθανόν της Ρωσίας) ή άλλων Ελλήνων από την Ρούμελη και τα νησιά. Οι οπλαρχηγοί υποστήριξαν την άποψη να χτυπήσουν αυτά τα φρούρια (π.χ. της Πάτρας, του Νεοκάστρου, της Μεθώνης, της Κορώνης και του Ναυπλίου), αλλά ο Κολοκοτρώνης πρότεινε την άλωση της Τρίπολης ως ενδεδειγμένη επόμενη κίνηση. Τα παράκτια κάστρα, εξήγησε, βρίσκονταν σε τοποθεσίες δύσβατες και διέθεταν ισχυρές οχυρώσεις, ώστε η ελληνική πλευρά θα αναγκαζόταν να χύσει πολύ αίμα σε αλλεπάλληλες μετωπικές εφόδους -και πάλι η κατάληψή τους ήταν αμφίβολη. Αντίθετα, η «Τριπολιτσά» ήταν το σημαντικότερο διοικητικό κέντρο του εχθρού και ορμητήριό του. Η πτώση της θα ήταν σωστή συμφορά για τους Τούρκους, ακόμη και για λόγους ψυχολογικούς. Όλοι συμφώνησαν και ο Κολοκοτρώνης όρισε την διάταξη του στρατοπέδου των πολιορκητών, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην οχύρωσή του, φοβούμενος επέμβαση των Τούρκων από άλλα μέρη της χώρας για βοήθεια.
Πράγματι, ο Χουρσίτ πασάς, που την εποχή εκείνη βρισκόταν στην Ήπειρο για την καταστολή της εξέγερσης του Αλή πασά εναντίον της Πύλης, απέσπασε σημαντική δύναμη και την έστειλε στην Πελοπόννησο με επικεφαλής τον Μουσταφά πασά. Αυτός κατέκαψε τη Βοστίτσα Αχαΐας, προχώρησε προς την Ακροκόρινθο και διέλυσε τους Έλληνες πολιορκητές του κάστρου και μέσω του Άργους κατευθύνθηκε προς Τρίπολη. Μπήκε στην πόλη στις 6 Μαΐου, αναγκάζοντας τον Κολοκοτρώνη να οχυρωθεί στο Βαλτέτσι, από όπου αντιμετώπισε επιτυχώς όλες τις προσπάθειες εξόδου των έγκλειστων Τούρκων. Μετά από πολιορκία 6 μηνών, η Τρίπολη έπεσε στις 23 Σεπτεμβρίου. Οι επαναστάτες προέβησαν σε πράξεις αντεκδίκησης κατά τις οποίες σφαγιάστηκαν 30.000 άμαχοι Τούρκοι και Εβραίοι, αλλά ο Κολοκοτρώνης μπόρεσε να τους συγκρατήσει σώζοντας κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή τους Αλβανούς υπερασπιστές από καθολική σφαγή. Φάνηκε τότε το ηθικό μεγαλείο του ηγέτη.
Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά του Κολοκοτρώνη στα απομνημονεύματά του σχετικά με την κατάληψη της Τριπολιτσάς:
«Όταν έμβηκα εις την Τριπολιτσά, με έδειξαν τον Πλάτανο εις το παζάρι όπου εκρέμαγαν του Έλληνας. Αναστέναξα και είπα: ‘Άιντε, πόσοι από το σόγι μου και από το έθνος μου κρεμάστηκαν εκεί’, και διέταξα και το έκοψαν».
Μετά από αυτήν την πρώτη σημαντική νίκη οι έριδες μεταξύ προκρίτων και στρατιωτικών, που από τα πρώτα κιόλας βήματα της επανάστασης δοκίμαζαν την τύχη της, αναζωπυρώθηκαν. Στις αρχές Ιουνίου έφτασε στην Πελοπόννησο ο Δημήτριος Υψηλάντης με σκοπό την πολιτική οργάνωση του αγώνα. Οι πρόκριτοι αντέδρασαν προς τις απόψεις του, εξαιτίας κυρίως του περιορισμού των προνομίων τους που αυτές συνεπάγονταν, ενώ ο Κολοκοτρώνης με τους περισσότερους στρατιωτικούς τις αποδέχθηκαν. Ο ίδιος μεσολάβησε επιτυχώς στο να αποτραπεί μια ολέθρια για την επανάσταση σύγκρουση μεταξύ προκρίτων και Υψηλάντη, αλλά δεν κατάφερε να αποτινάξει από πάνω του τον φθόνο που έτρεφαν για αυτόν τον ίδιο. Όταν πρότεινε την επανάληψη της πολιορκίας της Πάτρας, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο Ανδρέας Ζαΐμης δεν τον υποστήριξαν. Τελικά το Πολεμικό Συμβούλιο ενέκρινε την εισήγησή του, αλλά στην κρίσιμη φάση δεν τον υποστήριξε με ενισχύσεις, αφήνοντάς τον με 600 περίπου άνδρες. Έτσι, στις 23 Ιουνίου 1822 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την προσπάθεια και να αποσυρθεί στην Γαστούνη. Έπρεπε να αναδιοργανώσει τις δυνάμεις του για να αντιμετωπισθεί ο νέος κίνδυνος από την άφιξη του Δράμαλη.
Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΛΗ ΚΑΙ Η ΑΠΟΒΑΣΗ ΤΟΥ ΙΜΠΡΑΗΜ
Στις αρχές Ιουλίου 1822, μετά από επιτυχή πορεία στην Ρούμελη, ο Δράμαλης καθηλώθηκε στην Κόρινθο. Ύστερα από πρόταση του Κολοκοτρώνη στο συμβούλιο των οπλαρχηγών της 10ης Ιουλίου στον Αχλαδόκαμπο, Οι Έλληνες είχαν καταλάβει τα βασικά περάσματα στην Αργολίδα, ακινητοποιώντας ουσιαστικά τις ισχυρές δυνάμεις του εχθρού. Η προσπάθεια του Δράμαλη να προελάσει προς το εσωτερικό της Πελοποννήσου ναυάγησε στα Δερβενάκια στις 26 Ιουλίου 1822, όπου η στρατιά του αποδεκατίστηκε. Σε επίπεδο στρατηγικής, η ελληνική νίκη οφειλόταν καθαρά στην αξία κρίση του Κολοκοτρώνη, που πλέον ορίστηκε αρχιστράτηγος όλων των ενόπλων δυνάμεων της Πελοποννήσου. Στις 30 Νοεμβρίου 1822 κατέλαβε το Ναύπλιο.
Κατόπιν ο Κολοκοτρώνης έστρεψε την προσοχή του σε άλλα σημεία του αγώνα, καθώς οι εσωτερικές αντιθέσεις των Ελλήνων έπαιρναν ανησυχητικές διαστάσεις. Πολύ σύντομα, τις τιμητικές διακρίσεις και τη δόξα ακολούθησαν οι ταπεινώσεις και οι εξευτελισμοί, καθώς την περίοδο 1823-25 ξέσπασε ο εμφύλιο πόλεμος στις γραμμές της Επανάστασης. Η μια παράταξη απαρτιζόταν από προεστούς και πολιτικούς και η άλλη από οπλαρχηγούς. Και οι δύο διεκδικούσαν την εξουσία στις απελευθερωμένες περιοχές. Για να αποφευχθεί εμφύλιος πόλεμος, αποδέχθηκε την θέση του αντιπροέδρου του εκτελεστικού σώματος με πρόεδρο τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και γενικό γραμματέα τον αντίπαλό του, Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Τελικά το κακό δεν αποφεύχθηκε. Στη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου, στον οποίο δεν ήταν αμέτοχες και οι ξένες δυνάμεις, πολλές φορές προσπάθησε να αμβλύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στους αντιπάλους, αλλά παρόλα αυτά δεν απέφυγε τη ρήξη. Οι Κοτζαμπάσηδες και οι νησιώτες, ιδίως οι Υδραίοι, βρέθηκαν απέναντί του. Στις 13 Νοεμβρίου 1824 οι πολιτικοί αντίπαλοι του Κολοκοτρώνη οργάνωσαν την δολοφονία του γιου του, Πάνου, συζύγου της κόρης της Μπουμπουλίνας. Ο ίδιος ο Θεόδωρος συλλαμβάνεται και φυλακίζεται από τους συμπατριώτες του στο μοναστήρι της Ύδρας. Τότε προτάθηκε για πρώτη φορά η καταδίκη του σε θάνατο. Το παλιό μίσος για τους Κολοκοτρωναίους δεν είχε σβήσει.
Για να αντιμετωπίσει την Επανάσταση, ο σουλτάνος της Κωνσταντινούπολης ζήτησε βοήθεια από τον πασά της Αιγύπτου, Μεχμέτ Αλί. Αυτός ανταποκρίθηκε στέλνοντας ισχυρές δυνάμεις με επικεφαλής τον γιο του, Ιμπραήμ πασά, διάδοχο του αιγυπτιακού θρόνου. Τον Φεβρουάριο του 1825 τα αιγυπτιακά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στην Μεθώνη, κατέλαβαν τη Σφακτηρία και το Ναβαρίνο, και κατευθύνθηκαν προς το εσωτερικό της Πελοποννήσου. Στις 18 Μαΐου η ελληνική κυβέρνηση, που για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ είχε διορίσει αρχιστράτηγο τον Υδραίο ναυτικό Κυριάκο Σκούρτη, ύστερα από τις επιτυχίες του εχθρού υποχρεώθηκε να χορηγήσει αμνηστία στον Κολοκοτρώνη, να τον αποφυλακίσει και να αναθέσει σε αυτόν και στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη την αρχηγία των ελληνικών δυνάμεων, με την αποστολή να ανακόψει την προέλαση του Ιμπραήμ πασά. Σε συνεργασία με τον Δημήτριο Υψηλάντη, τον Μακρυγιάννη και άλλους καπεταναίους, συγκεντρώθηκαν 6.000 άνδρες και με τον Κολοκοτρώνη στην αρχηγία προσπάθησαν μάταια να αναχαιτίσουν τον υπέρτερο σε αριθμό και οπλισμό εισβολέα. Μέχρι το φθινόπωρο οι ελεύθερες περιοχές της Πελοποννήσου ήταν ελάχιστες και το ηθικό των Ελλήνων καταρρακωμένο. Η επανάσταση σώθηκε τότε χάρη στο ψυχικό σθένος του Κολοκοτρώνη. Βασική ανησυχία του ήταν το πεσμένο ηθικό του λαού και κύριο μέλημά του να αποτρέψει το «προσκύνημα», ανησυχώντας για τη στάση των προεστών. Όταν ο Ιμπραήμ κάλεσε του Μεσσήνιους να εγκαταλείψουν τον Αγώνα και να «προσκυνήσουν», ο Κολοκοτρώνης κήρυξε γενική επιστράτευση, διαλαλώντας την περίφημη φράση: «Πέτρα απάνω στην πέτρα να μη μείνει, εμείς δεν προσκυνούμε. Μόνον ένας Έλληνας να μείνει εμείς θα πολεμούμε και μην ελπίζεις πώς την γην μας θα την κάμεις δικήν σου. Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους». Βέβαια, δεν κατατρόπωσε τον Ιμπραήμ και δεν ανέκτησε ούτε την Τρίπολη ούτε την Πάτρα, κατόρθωσε όμως να διατηρήσει ζωντανό τον ένοπλο Αγώνα μέχρι την ημέρα που ο σουλτάνος υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει την ύπαρξη του πρώτου ανεξάρτητου νεοελληνικού κράτους. Μέχρι την λήξη του αγώνα ο Κολοκοτρώνης συνέχισε τον κλεφτοπόλεμο με τον Ιμπραήμ, που διήρκησε μέχρι το 1828,
όταν στην Ελλάδα έφτασε το στράτευμα του στρατηγού Μεζόν με εντολή του Καρόλου Ι' της Γαλλίας, για να διασώσει την Ελλάδα από τα αιγυπτιακά στρατεύματα. Η δράση του Κολοκοτρώνη συνέβαλε αποφασιστικά στην πρόκληση της ναυμαχίας του Ναβαρίνου (8 Οκτωβρίου 1827), κατά την οποία ο Ιμπραήμ ηττήθηκε τελικά από τις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης, και αργότερα στη δημιουργία του αυτόνομου ελληνικού κράτους.
Αξίζει να τονιστεί η στρατηγική φυσιογνωμία του Κολοκοτρώνη, καθώς διοικούσε τα στρατεύματα με ιδιοφυή τρόπο, χρησιμοποιώντας τις τακτικές του κλεφτοπολέμου ώστε να μπορεί να ανταπεξέρχεται το στράτευμα στην αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου. Ενδεικτικό της δυσκολίας του αγώνα του 21 είναι το παρακάτω απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του.
«O Ιμπραΐμης μου επαράγγειλε μια φορά διατί δεν στέκω να πολεμήσωμεν (κατά μέτωπον). Εγώ του αποκρίθηκα, ας πάρη πεντακόσιους, χίλιους, και παίρνω και εγώ άλλους τόσους, και τότε πολεμούμε, ή αν θέλη ας έλθη και να μονομαχήσωμεν οι δύο. Αυτός δεν με αποκρίθηκε εις κανένα. Και αν ήθελε το δεχθή το έκαμνα με όλην την καρδιάν, διότι έλεγα αν χανόμουν, ας πήγαινα, αν τον χαλούσα, εγλύτωνα το έθνος μου».
Επίσης μεγάλη σημασία έδινε στην καταστροφή των πόρων (τροφές - ζωοτροφές) του αντιπάλου καθώς και στην εξασφάλιση τροφής για το στράτευμα του. Αναγνώρισε πολλές φορές το έργο και την σημασία των Ελλήνων κτηνοτρόφων, που εξασφάλιζαν με τα χιλιάδες ζώα τους τροφή για την υποστήριξη των μαχητών και γενικά της επανάστασης.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΟΔΟΣΙΑ: ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΑΝΤΙΔΡΑ
Ως το τέλος της Επανάστασης ο Κολοκοτρώνης συνέχισε να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στα στρατιωτικά και πολιτικά πράγματα της εποχής. Παρά το ότι είχε λάβει στοιχειώδη μόνο παιδεία, διέθετε βαθύ πολιτικό ένστικτο και κριτική σκέψη. Πολλές αποφάσεις της Τρίτης Εθνοσυνέλευσης του 1826 - 1827 (αρχικά στην Ερμιόνη και κατόπιν στην Τροιζήνα) είχαν την δική του σφραγίδα. Μετά την απελευθέρωση ο Κολοκοτρώνης στήριξε την εκλογή του Καποδίστρια, στάθηκε στο πλευρό του, υπήρξε ένθερμος οπαδός της πολιτικής του και συνέχισε να είναι με το μέρος του ακόμη και στις δυσκολότερες στιγμές του, όταν η αντιπολίτευση είχε στρέψει εναντίον του τα πιο φαρμακερά της βέλη. Οργίστηκε με τη δολοφονία του καθώς και με τις μηχανορραφίες των προστάτιδων δυνάμεων. Μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη, οι Κολοκοτρώνης, Ανδρέας Μεταξάς, Ιωάννης Κωλέττης, Ανδρέας Ζαΐμης και Δημήτρης Μπουντούρης ορίστηκαν από την Εθνική Συνέλευση ως κυβερνητική ομάδα της χώρας μέχρι την άφιξη του Όθωνα. Αλλά ο Κολοκοτρώνης παραιτήθηκε σχεδόν αμέσως λόγω διαφωνιών του με τον Κωλέττη.
Πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την ενθρόνιση του Όθωνα. Σύντομα όμως επήλθε και η ταπείνωση του αγωνιστή: ένα από τα πρώτα μελήματα της Αντιβασιλείας υπήρξε η διάλυση των ενόπλων δυνάμεων της Επανάστασης, με τη συγκρότηση τακτικού στρατού, στις τάξεις του οποίου δεν συμπεριλήφθηκε ούτε ο Κολοκοτρώνης, ούτε η πλειοψηφία των οπλαρχηγών του 1821, καταδικάζοντάς τους στην ανυποληψία. Για να λυγίσει το φρόνημα των κλεφτών, η βαυαρική Αντιβασιλεία αποφάσισε να συλλάβει - με τη σύμφωνη γνώμη των προστάτιδων δυνάμεων, ιδίως της Αγγλίας και της Γαλλίας - όλους τους μεγάλους αρχηγούς της. Πρώτος συνελήφθηκε (7 Σεπτεμβρίου 1833) ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος κατηγορήθηκε για ανατρεπτική δράση και εσχάτη προδοσία, για να ακολουθήσουν οι Πλαπούτας, Ν. Κριεζώτης, Τσάμης, Μετερλής κ.ά. Ο πρωθυπουργός Σ. Τρικούπης και οι υπουργοί Πραίδης και Ψύλλας παραιτήθηκαν αμέσως σε ένδειξη διαμαρτυρίας, η Αντιβασιλεία όμως συνέχισε απτόητη, διορίζοντας νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Α. Μαυροκορδάτο, υπουργό Εσωτερικών τον Ι. Κωλέττη και υπουργό Δικαιοσύνης τον Κ. Σχινά, εχθρούς των Κολοκοτρωναίων και γενικά των οπλαρχηγών.
Σε ηλικία 64 ετών, ταλαιπωρημένος και εξαντλημένος από μια ζωή γεμάτη αγώνες, κακουχίες και στερήσεις, ο Γέρος του Μοριά κλείστηκε στις φυλακές του Ιτς Καλέ (Ακροναυπλία) για πέντε μήνες μέχρι να προετοιμαστεί η δίκη, μαζί με το πρωτοπαλίκαρό του, Πλαπούτα. Η δίκη ξεκίνησε στις 3 Απριλίου 1834, αφού βρέθηκαν οι απαιτούμενοι ψευδομάρτυρες. Ο Άγγλος εισαγγελέας Mason, που προηγουμένως είχε αγωνιστεί να σώσει τον δολοφόνο του Καποδίστρια, Γ. Μαυρομιχάλη, δήλωσε απερίφραστα ότι θεωρούσε τους κατηγορούμενους ενόχους και απαίτησε το θάνατό τους.
Η διαδικασία απέδειξε το ψεύδος των κατηγοριών. Ίσως η μοναδική αλήθεια που ακούστηκε ήταν η δήλωση του Κολοκοτρώνη: «Εγώ κρατώ στο σολδάτο 49 χρόνους και πολεμώ για την πατρίδα». Ο πρόεδρος του δικαστηρίου Α. Πολυζωίδης και ο δικαστής Γ. Τερτσέτης αρνήθηκαν να υπακούσουν στις εντολές του Άγγλου εισαγγελέα και δεν υπέγραψαν την απόφαση (26 Μαΐου 1834), η οποία ανέφερε ότι «ο Δ. Πλαπούτας και ο Κολοκοτρώνης καταδικάζονται εις θάνατον ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας» και όριζε ότι «η παρούσα απόφασις θέλει εκτελεσθεί εις την εκτός του φρουρίου Ναυπλίου πλατείαν». Η λαϊκή αγανάκτηση κορυφώθηκε και ξέσπασαν εξεγέρσεις. Η Αντιβασιλεία υπαναχώρησε και η ποινή δεν εκτελέστηκε. Ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας, παρέμειναν στη φυλακή και έλαβε χάρη μετά την άφιξη του Όθωνα το 1833, οπότε και ονομάστηκε στρατηγός και έλαβε το αξίωμα του «Συμβούλου της Επικρατείας».
Το 1834 ο Γέρος του Μοριά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου έζησε έως το τέλος της ζωής του. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κολοκοτρώνης ασχολήθηκε με την υπαγόρευση των Απομνημονευμάτων του στον Γεώργιο Τερτσέτη, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836 και τα οποία αποτελούν πλέον πολύτιμη πηγή και θεμελιώδες ανάγνωσμα για την κατανόηση του ιστορικού πλαισίου της Ελληνικής Επανάστασης. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε μια νύχτα του 1843 (4 Φεβρουαρίου) από αποπληξία, επιστρέφοντας από γλέντι στα βασιλικά ανάκτορα.
Σημείο αναφοράς της ομιλίας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στη Πνύκα (1838) αποτελεί το παρακάτω απόσπασμα:
«Όταν αποφασήσαμε να κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: ‘που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα’, αλλά , ως μία βροχή, έπεσε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση»