O σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους πoυ συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημoκρατία απoτελoύν θεμελιώδη υπoχρέωση όλων των Ελλήνων.
H τήρηση τoυ Συντάγματoς επαφίεται στoν πατριωτισμό των Ελλήνων, πoυ δικαιoύνται και υπoχρεoύνται να αντιστέκoνται με κάθε μέσo εναντίoν oπoιoυδήπoτε επιχειρεί να τo καταλύσει με τη βία.
Το Σύνταγμα είναι η βασική συμφωνία μεταξύ των πολιτών και των εξουσιαστών, βάσει της οποίας «ο κυρίαρχος λαός» παρέχει σε συμπολίτες του διοικητικά προνόμια.
Σύμφωνα με το πρώτο άρθρο αυτής της συμφωνίας «Όλες oι εξoυσίες πηγάζoυν από τo Λαό, υπάρχoυν υπέρ αυτoύ και τoυ Έθνoυς και ασκoύνται όπως oρίζει τo Σύνταγμα.»
Δεν υπάρχει λοιπόν διάκριση μεταξύ Λαού και εξουσίας, διότι εξουσία είναι ο Λαός που ορίζει εκφραστές της βούλησής του σε διάφορες διοικητικές θέσεις, συγκροτώντας τη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία. Αξίζει να προσεχθεί ότι στο πρώτο άρθρο του Συντάγματος, που ορίζει τη βασική μας συμφωνία και δεν μπορεί να αναθεωρηθεί, η λέξη «Λαός» αρχίζει με Λ κεφαλαίο, ενώ η λέξη «εξουσία» με ε μικρό. Ακριβώς διότι ο Λαός και η εξουσία ως δυνάμεις δεν είναι ισότιμες. Λογικό, διότι η εξουσία απορρέει από το λαό και δύναται να υπάρχει με την προϋπόθεση ότι τηρεί τους συμφωνηθέντες όρους. Ενώ αντίστροφα ο Λαός δύναται να υπάρχει δίχως όρους έξωθεν αυτού και συγκεκριμένα δίχως τους όρους που τίθενται σε αυτόν από την εξουσία. Ο Λαός, ως «κυρίαρχος», δύναται κατ’ επιλογήν να συμμορφωθεί προς τους όρους της εξουσίας, ενώ αντίστροφα, η εξουσία υποχρεούται να συμμορφώνεται προς τους όρους που έχουν τεθεί από το Λαό και καταγράφονται με σαφήνεια στο Σύνταγμα.
Τα ανωτέρω, αποσαφηνίζονται στο πρώτο άρθρο του Συντάγματος με την παράγραφο που ορίζει ότι: «Θεμέλιo τoυ πoλιτεύματoς είναι η λαϊκή κυριαρχία.»
Αξίζει να σημειωθεί πως ούτε στη βασική μας συμφωνία ούτε σε κάποιο άλλο άρθρο του Συντάγματος, δεν αναφέρεται ότι θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η κυριαρχία της κρατικής εξουσίας, ή η κυριαρχία ξένων δυνάμεων.
Τίθεται λοιπόν το κρίσιμο ερώτημα από τους πολίτες, ως προς την κατεύθυνση της δράσης μας, όταν κλονίζεται από τους εξουσιαστές όχι μόνον το Σύνταγμα, όχι μόνον το συμφωνηθέν Πολίτευμα αλλά το θεμέλιο του Δημοκρατικού Πολιτεύματος!
Πλέον, η δράση των Ελλήνων Πολιτών έχει αποφασισθεί και αποτελεί μονόδρομο. Διότι δύο είναι οι επιλογές: Ή διατηρούμε «με κάθε μέσο» το θεμέλιο του Δημοκρατικού Πολιτεύματος που είναι η λαϊκή και καθ’ επέκταση η Εθνική Κυριαρχία, ή γινόμαστε δούλοι. Δεν υπάρχει τρίτος δρόμος, δεν υπάρχουν φίλοι, ούτε ειδήμονες, ούτε δανειστές, στους οποίους θα μπορούσαμε να παραχωρήσουμε την Λαϊκή και καθ’ επέκταση την Εθνική κυριαρχία, δίχως όρους, δίχως μια συμφωνία σαφώς καταγεγραμμένη σε ένα Σύνταγμα.
Δεν υπάρχουν διλλήματα, όταν η μόνη δυνατή επιλογή τίθεται μεταξύ των όρων «κυρίαρχος» ή «δούλος». Δεν υπάρχει Ευρωπαϊκή προοπτική, ούτε προοπτική μιας διεθνούς διακυβέρνησης, πριν εξασφαλιστεί από τους λαούς η λαϊκή κυριαρχία, με όρους σαφώς καταγεγραμμένους σε ένα Σύνταγμα.
Η κατάλυση του Συντάγματος με τη βία, με εκβιαστικάνομοθετήματα προφασιζόμενα την ανάγκη του κατεπείγοντος, με εκφοβισμούς μιας ενδεχόμενης πτώχευσης, με μονοδρόμους προς μια ασαφή Ευρωπαϊκή προοπτική, και με ποινικοποίηση της υγιούς εθνικής συνείδησης, κλονίζουν ανεπανόρθωτα το θεμέλιο του Δημοκρατικού Πολιτεύματος.
Η κατάλυση του Συντάγματος που είναι πλέον γεγονός, προτείνεται ως μονόδρομος από τους εξουσιαστές προς επίτευξη της εξόδου μας από την κρίση, μια κρίση που οι ίδιοι δημιούργησαν με βασικό σκοπό την κατάλυση της Συνταγματικής Δημοκρατίας και τη δουλοποίηση του κυρίαρχου Λαού. Η επιβολή μιας πολιτικής λύσης ως μονόδρομου, είναι άσκηση βίας, και όταν δι αυτής της βίας καταλύεται το Σύνταγμα, απορρέουν τα δικαιώματα που ορίζονται στην ακροτελευταία διάταξή του, για αντίσταση με κάθε μέσο.
Η ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΑΝΑΠΤΥΣΣΕΤΑΙ ΩΣ ΕΞΗΣ:
Α. Αναφέρονται συνοπτικά τα αποδεικτικά στοιχεία που βεβαιώνουν ότι η κρατική εξουσία δεν τηρεί το Σύνταγμα.Γεγονός που αυτομάτως προσφέρει το δικαίωμα στον κυρίαρχο Λαό να αντισταθεί με κάθε μέσο, μέχρις ότου η ανατρεπτική αυτή σχέση που προκύπτει από κατάχρηση εξουσίας να αποκατασταθεί.
Β. Ορίζεται το δικαίωμα αντίστασης με κάθε μέσο, ώστε να αποτραπούν παρανοήσεις που θα εξωθούσαν τον κυρίαρχο Λαό, να παραβιάσει και ο ίδιος το Σύνταγμα.
Γ. Ζητείται από την εξουσία, νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική, να αναγνωρίσει επίσημα τα δικαιώματα που απορρέουν από την ενεργοποίηση της ακροτελευταίας διάταξης του Συντάγματος, σε κάθε περίπτωση που αυτή δεν τηρεί το Σύνταγμα.
Δ. Ορίζεται, στα πλαίσια μιας συνεργατικής σχέσης μεταξύ κυρίαρχου Λαού και εξουσίας, το νομικό πλαίσιο βάσει του οποίου θα μπορεί ο πολίτης να αντιστέκεται με κάθε μέσο, εναντίον κάθε προσπάθειας μη τήρησης του Συντάγματος από την εξουσία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ:
ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ, ΟΤΙ Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΔΕΝ ΤΗΡΕΙ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι το δικαίωμα αντίστασης με κάθε μέσο, απορρέει κάθε φορά που η εξουσία δεν τηρεί το Σύνταγμα και όχι μόνον στην περίπτωση που αυτό έχει καταλυθεί οριστικά. Αμέτρητες είναι πλέον οι μηνύσεις πολιτών προς τα Ελληνικά και διεθνή δικαστήρια, που μας παρέχουν πληθώρα αντισυνταγματικών διατάξεων και καταγγέλλουν τους πολιτικούς με άψογα τεκμηριωμένα στοιχεία, όχι μόνον για κατά συρροήν παραβιάσεις του Συντάγματος αλλά και για το έσχατο κακούργημα της Εσχάτης Προδοσίας. Το γεγονός ότι οι μηνύσεις αυτές στην πλειοψηφία τους δεν εκδικάζονται, και αν δικαστούν δεν τελεσιδικούν ή προωθούνται προς τη Βουλή και μπαίνουν στο αρχείο, αποτελεί άλλη μια απόδειξη της κατά συρροήν κατάχρησης εξουσίας τόσο από τους πολιτικούς όσο και από τους δικαστές.
Δεν απαιτείται λοιπόν να αποδείξω εδώ ότι η εξουσία δεν τηρεί το σύνταγμα, αφού μπορώ να επισυνάψω απλώς κάποιες από αυτές τις μηνύσεις. Το γεγονός ότι δεν εκδικάστηκαν από τον Άρειο Πάγο αλλά προωθήθηκαν προς τη Βουλή όπου κάποιες ανακοινώθηκαν προς το σώμα και κάποιες άλλες όχι, ίσως να «αθωώνει» τους μηνυόμενους πολιτικούς δια της παραγραφής, δεν τεκμηριώνει όμως την άποψη πως δεν συμβαίνουν συνταγματικές παραβάσεις και μάλιστα κατά συρροήν, πως οι πολιτικοί μας δεν έχουν ανάγει την κατάχρηση εξουσίας σε επάγγελμα, και πως δεν έχει συντελεστεί το κακούργημα της Εσχάτης Προδοσίας.
Για τον κυρίαρχο Λαό, με του οποίου την νοημοσύνη δεν πρέπει να παίζουν οι εξουσιαστές, το γεγονός της κατά συρροήν παραγραφής των αδικημάτων τους αποτελεί απόδειξη ότι δεν τηρούν το Σύνταγμα, όχι από αμέλεια, αλλά διότι έχουν ανάγει την κατάχρηση εξουσίας σε προσοδοφόρο επάγγελμα. Η προσθήκη του άρθρου 86 στο Σύνταγμα, δια του οποίου απολαμβάνουν μια Θεϊκή πλέον ασυλία για όλες τις ποινικές τους παραβάσεις, αποτελεί την χειρότερη εκτροπή του Συντάγματος, δια της οποίας η λαϊκή κυριαρχία περνά από τον κυρίαρχο Λαό στους εξουσιαστές.
Είναι λογικό η «ασυλία», να ανήκει στον κυρίαρχο Λαό και όχι στους εξουσιαστές, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι κυρίαρχος του εαυτού του και της Χώρας του, ενώ οι εξουσιαστές ορίζονται μόνον κατόπιν κάποιας συμφωνίας την οποία οφείλουν να τηρήρουν. Ο κυρίαρχος λαός υπάρχει δίχως καμία πρότερη συμφωνία. Υπάρχει διότι γεννήθηκε εδώ, διότι εδώ γεννήθηκαν και οι πρόγονοί του, διότι του ανήκει αυτή η γης, και διότι εν τέλει, δεν έχει άλλη επιλογή. Δεν κατοικούμε λοιπόν εδώ, κατόπιν κάποιας συμφωνίας, διότι δεν μας παραχωρήθηκε η Ελληνική Γης με όρους από κάποιους. Διότι η Ελληνική Γης είναι το σπίτι μας, και σύμφωνα με το Σύνταγμα που οφείλουν να σέβονται οι εξουσιαστές, το σπίτι μας είναι άσυλο.
Η ασυλία επομένως ανήκει στο λαό και όχι στους εξουσιαστές. Και η αντιστροφή αυτού του όρου δια της προσθήκης του άρθρου 86 αποτελεί τη χειρότερη συνταγματική εκτροπή, που κλονίζει το θεμέλιο του Δημοκρατικού Πολιτεύματος. Βάσει του Συντάγματος, οι πολίτες που επιθυμούν να λάβουν τους ρόλους κάποιας εξουσίας, τους αναλαμβάνουν με τη θέλησή τους και την υπόσχεση ότι θα τηρήσουν τη συμφωνία. Ορκίζονται πίστη στο Σύνταγμα, και στους νόμους. Και για το λόγο αυτό όταν παραβαίνουν τον όρκο τους και τη συμφωνία πρέπει να τιμωρούνται και μάλιστα αυστηρά. Διότι η ανάληψη ενός ρόλου εξουσίας ήταν δική τους επιλογή, και είχαν τη γνώση των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτήν. Σε αντίθεση προς τον κάθε Έλληνα πολίτη, ο οποίος δεν επέλεξε να κατοικήσει σε αυτή τη χώρα αλλά του έτυχε, δεν μας υποσχέθηκε κάτι, δεν ορκίστηκε να σέβεται το Σύνταγμα και τους νόμους, και αν ορκίστηκε ενδέχεται να μην το έπραξε κατά συνείδηση. Όλα αυτά παρέχουν στον κοινό Έλληνα πολίτη μια ασυλία, την οποία όμως σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατόν να δικαιούνται οι εξουσιαστές.
Το γεγονός ότι οι Έλληνες πολίτες βρέθηκαν μέσα στην Πολιτεία κατά σύμπτωση, ενώ οι εξουσιαστές ανέλαβαν έναν ρόλο εξουσίας κατά συνείδηση, και το γεγονός ότι οι πρώτοι δεν έδωσαν ούτε παρέβησαν κάποια υπόσχεση, ενώ οι δεύτεροι απολαμβάνουν ένα πλήθος προνομίων χάρη σε μια βαρύτατη υπόσχεση που κατά συνείδηση έδωσαν, παρέχει ασυλία στους πρώτους και βαρύτατες ποινικές ευθύνες στους δεύτερους, κάθε φορά που παραβιάζουν το Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό.
Αφού λοιπόν το αίτημα της ασυλίας από τους βουλευτές αποτελεί τη χειρότερη συνταγματική εκτροπή την οποία οι ίδιοι επινόησαν προς εξυπηρέτηση ιδιοτελών σκοπών και όχι του δημοσίου συμφέροντος, πρέπει επειγόντως να αναιρεθεί, αίροντας παράλληλα και το δικαίωμα της παραγραφής, ώστε επιτέλους να εκδικαστούν οι υποθέσεις τους και να αποδειχθεί το αυτονόητο: Ότι έχουν καταλύσει το Σύνταγμα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ:
ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΣΑ
Το δικαίωμα αντίστασης προκύπτει, όταν οι εξουσιαστές δεν τηρούν το Σύνταγμα, δηλαδή τη βασική μας συμφωνία βάσει της οποίας ανέλαβαν ρόλους εξουσίας. Ξαναθυμίζω λοιπόν ότι στη βασική μας συμφωνία ορίζεται με σαφήνεια πως κυρίαρχος είναι ο Λαός, ενώ οι εξουσιαστές αποκτούν το δικαίωμα να νομοθετούν, να εκτελούν και να δικάζουν, μόνον κατόπιν κάποιας συμφωνίας και μόνον καθ’ όσον την τηρούν.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Ποιος θα δικάζει τους εξουσιαστές, όταν αθετούν τη συμφωνία τους; Κατ’ εκτροπή της βασικής συμφωνίας μας που ορίζεται στο πρώτο άρθρο του Συντάγματος, οι εξουσιαστές απαντούν ότι αναλαμβάνουν οι ίδιοι να δικάζουν τους ίδιους κάθε φορά που αθετούν τη συμφωνία μας! Και ότι εν τέλει δεν χρειάζεται να αυτοδικάζονται διότι έχουν αποκτήσει ασυλία!!
Η βουλευτική ασυλία στην Ελλάδα, εν έτει 2013, είναι ισχυρότερη από το αλάθητο του Πάπα κατά τον Μεσαίωνα! Γεγονός που αποδεικνύει ότι ο Ευρωπαϊκός Μεσαίωνα, ωχριά μπροστά στον σύγχρονο Ελληνικό!
Το δικαίωμα αντίστασης με κάθε μέσο, παρέχεται από την ακροτελευταία διάταξη σε όλους τους Έλληνες πολίτες άμεσα, και όχι μέσω της εξουσίας. Δεν χρειαζόμαστε λοιπόν άδεια από την Αστυνομία, τον Εισαγγελέα, τον Δήμαρχο ή κάποιον αρμόδιο Υπουργό, για να αντισταθούμε, με κάθε μέσο, κάθε φορά που συνειδητοποιούμε ότι το Σύνταγμα δεν τηρείται. Αξίζει να επαναλάβω ότι δεν χρειάζεται να αποδείξουμε πως κινδυνεύει να καταλυθεί η Δημοκρατία για να ενεργοποιήσουμε αυτό το δικαίωμα. Διότι το δικαίωμα μας παρέχεται κάθε φορά που εντοπίζουμε έστω και μία αντισυνταγματική διάταξη δια της οποίας επιχειρείται η κατάλυση του Συντάγματος. Άλλωστε δεν θα είχε νόημα, να αντιδράσουμε όταν σπάσει τελείως το γυαλί, αφού υποχρεούμαστε να καταγγείλουμε το επιχείρημα της θραύσης του, αμέσως μόλις εμφανιστεί η πρώτη ρωγμή.
Δικαιούμαστε και υποχρεούμαστε, σύμφωνα με την ακροτελευταία διάταξη, να αντιστεκόμαστε με κάθε μέσο, διότι σε εμάς και όχι στην εξουσία, επαφίεται η τήρηση του Συντάγματος. Η διάκριση αυτή γίνεται για ευνόητους λόγους, διότι κατάχρηση εξουσίας δεν μπορεί να γίνει από το λαό, παρά μονάχα από τους εξουσιαστές. Αφού το Σύνταγμα είναι μια συμφωνία δια της οποίας προστατευόμαστε από τον κίνδυνο κατάχρησης εξουσίας, όταν αναθέτουμε ρόλους εξουσίας σε κάποια πρόσωπα, δεν είναι δυνατόν να αναθέσουμε στα πρόσωπα αυτά και την ευθύνη τήρησης της συμφωνίας μας!
Οι ευθύνες λοιπόν μεταξύ των Ελλήνων πολιτών διανέμονται ως εξής: Οι μεν εξουσιαστές είναι υπεύθυνοι για την ορθή εκτέλεση του έργου που έχουν αναλάβει, ο δε κυρίαρχος Λαός για την επίβλεψη ότι το έργο αυτό εξελίσσεται σωστά και κυρίως σύμφωνα με το Σύνταγμα. Η παραβίαση λοιπόν του Συντάγματος, είναι ευνόητο ότι δεν προκαλεί μόνον την αντίδρασή μας αλλά και το δικαίωμα να δικάσουμε τα πρόσωπα που ανέλαβαν κάποιους ρόλους εξουσίας και δεν τους εκτέλεσαν σωστά. Η άποψη ότι οι ίδιοι θα δικάσουν τον εαυτό τους, ή ότι θα διανείμουν μεταξύ τους το έργο της εκδίκασης δίχως να ερωτηθεί ο κυρίαρχος λαός, αποτελεί άλλη μια μορφή κατάχρησης εξουσίας που επίσης πρέπει να προκαλεί τη αντίδρασή μας και να εκδικάζεται από εμάς.
ΠΡΩΤΟ ΜΕΣΟ: Η ΣΥΣΤΑΣΗ ΕΝΟΣ ΛΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
Η δημιουργία ενός λαϊκού δικαστηρίου, αποτελεί ένα από τα προτεινόμενα μέσα αντίστασης για χάρη της τήρησης του Συντάγματος. Αφού η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία.
Διευκρινίζουμε, ότι η τήρηση του Συντάγματος δεν επαφίεται στους ειδήμονες, αλλά στο λαό και συγκεκριμένα στους Έλληνες που διαθέτουν πατριωτισμό. Στην ουσία, επαφίεται στον πατριωτισμό, και όχι δίχως όρους στους Έλληνες. Διότι όπως πολύ καλά γνωρίζουμε, κυκλοφορούν γύρω μας μη πατριώτες Έλληνες, που δίχως ενοχή θα χάριζαν όχι μόνον το Σύνταγμα αλλά και την Εθνική μας κυριαρχία, προκειμένου να απολαύσουν λίγες ακόμη στιγμές εφήμερης ευτυχίας.
Η δημιουργία ενός Λαϊκού δικαστηρίου, αποτελεί ένα από τα μέσα της αντίστασής μας προς τους καταχραστές της εξουσίας, που δικαιούμαστε και υποχρεούμαστε να δημιουργήσουμε εμείς οι πατριώτες Έλληνες, διότι έτσι ορίζει το Σύνταγμα για χάρη της τήρησής του, στην τελευταία παράγραφο της ακροτελευταίας διάταξής του, δηλαδή της πιο σημαντικής. Αναφέρομαι στην παράγραφο που εκφράζεται ως η τελευταία επιθυμία του προς εκτέλεσιν αθώου, η οποία από κάθε δίκαιο άνθρωπο πρέπει να ικανοποιείται.
Προς αποφυγή παρεξηγήσεων πρέπει να διευκρινίσουμε, ότι με τον όρο «πατριώτης» αναφερόμαστε στον Πολίτη που ενδιαφέρεται για τα κοινά, περισσότερο απ’ όσο ενδιαφέρεται για τον εαυτό του. Δηλαδή απλώς στον Πολίτη, εν αντιθέσει προς τον ιδιώτη. Το Λαϊκό μας λοιπόν δικαστήριο, πρέπει να δημιουργηθεί αποκλειστικά από ευσυνείδητους πολίτες, αποκλείοντας από αυτό τους ιδιώτες. Κατά συνέπεια δεν αναφερόμαστε σε ένα δικαστήριο «Λαϊκό» με την κοινή έννοια, αλλά στο πρώτο Λαϊκό Δικαστήριο που στήθηκε επί της χώρας όπου βρίσκεται ακόμη το Θεμέλιο του Δημοκρατικού Πολιτεύματος, του γνωστού ως Ηλιαία.
Ούτε υπερασπίζομαι την άποψη ότι μια νέα Ηλιαία, θα μπορούσε να συσταθεί από ανθρώπους που αγνοούν τη νομική επιστήμη, και για το λόγο αυτόν απευθύνομαι σε ευσυνείδητους και έμπειρους δικαστές, που θα προτείνουν την ανάγκη σύστασής του. Απευθύνομαι στους εν ενεργεία δικαστές ώστε η σύστασή του να μην λειτουργήσει καταλυτικά προς την έννομη τάξη, δημιουργώντας ένα αντιδικαστήριο που θα αντιπαρατεθεί στην υπάρχουσα δικαστική εξουσία.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΣΟ: Η ΑΝΥΠΑΚΟΗ
Επειδή η τήρηση του Συντάγματος δεν επαφίεται στους ειδήμονες αλλά στο Λαό, και συγκεκριμένα στους Έλληνες που διαθέτουν πατριωτισμό, αναθέτουμε μεν στο λαϊκό δικαστήριο την εκδίκαση των συνταγματικών παραβάσεων, όχι όμως και την τήρηση του συντάγματος καθ’ ολοκληρίαν. Διότι γι’ αυτήν, είμαστε υπεύθυνοι όλοι μας και όχι μόνον οι ειδήμονες. Η άποψη ότι οι ειδήμονες μόνον μπορούν να ερμηνεύουν ορθά το Σύνταγμα δεν ευσταθεί, και απορρίπτεται από το γεγονός ότι οι δημιουργοί του, προσφέρουν το δικαίωμα της αντίστασης σε όλους τους Έλληνες και όχι μόνον στους ειδήμονες με την αιτιολογία της προστασίας του από παρερμηνείες. Τούτο βέβαια δεν σημαίνει πως δικαιούται ο κάθε ένας να αντιστέκεται με κάθε μέσο πριν ερευνήσει προηγουμένως και συνειδητοποιήσει, τόσο το πνεύμα του Συντάγματος όσο και τις συνέπειες των πράξεών του. Για τους λόγους αυτούς προτείνεται ο εξής τρόπος δράσης:
Κάθε φορά που κάποιος πολίτης έχει τη βεβαιότητα ή έστω και υπόνοιες μη τήρησης του Συντάγματος, συντάσσει μία ΔΗΛΩΣΗ ΕΠΙΦΥΛΑΞΗΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ της συγκεκριμένης διάταξης ή ενός συνόλου διατάξεων ή μιας συμπεριφοράς κρατικών λειτουργών και την καταθέτει προς ερμηνεία σε μια αρμόδια δημόσια υπηρεσία. Αν δια της συγκεκριμένης αντισυνταγματικής διάταξης ασκείται βία από την εξουσία προς τον πολίτη, απαιτείται επί παραδείγματι βιαίως ένα χρηματικό ποσό, κατάσχεση περιουσίας, άρση του ασύλου κλπ, τότε έχουμε την περίπτωση όπου κάποιος, νομοθέτης ή δημόσιο όργανο, επιχειρεί να καταλύσει το Σύνταγμα ασκώντας βία, υποπίπτοντας στην παράγραφο 4 της ακροτελευταίας διάταξης του Συντάγματος. Γεγονός που εγείρει το δικαίωμα της πολιτικής ανυπακοής, ως πράξης μη συμμετοχής στην καταλυτική προς το Σύνταγμα διάταξης.
Διότι, «ο σιωπών δοκεί συναινείν», καθώς η σιωπή σημαίνει συμμετοχή, συνενοχή και συναίνεση. Η δήλωση επιφύλαξης ως προς τη συνταγματικότητα των διατάξεων ή των πράξεων δια των οποίων απαιτείται βίαια από το κράτος η συναίνεση, σε συνδυασμό με μια δήλωση ανυπακοής ως προς τις συγκεκριμένες διατάξεις μέχρις ότου αυτές εναρμονιστούν προς το Σύνταγμα, ή μέχρις ότου ερμηνευτούν από τους αρμόδιους του κράτους και δια της ερμηνείας λάβουν την αποδοχή μας, αποτελούν το δεύτερο μέσο αντίστασης σε περιπτώσεις μη τήρησης του Συντάγματος και «εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία».
Η άρνηση συναίνεσης σε αντισυνταγματικές διατάξεις και εντολές κρατικών λειτουργών, αποτελεί δικαίωμα και υποχρέωση κάθε ευσυνείδητου πολίτη σύμφωνα με την παρ. 4 της ακροτελευταίας διάταξης. Η πληρωμή λοιπόν με αντισυνταγματικό νόμο τελών κυκλοφορίας, διοδίων και εκτάκτων εισφορών αποτελεί πράξη συναίνεσης δια της οποίας τεκμηριώνεται η συνενοχή στην παραβίαση του Συντάγματος και στο επιχείρημα κατάλυσής του. Το γεγονός άλλωστε ότι το Σύνταγμα έχει καταλυθεί και ο λαός από κυρίαρχος έγινε υπήκοος, δεν οφείλεται μόνον στις αυθαιρεσίες των εξουσιαστών αλλά κυρίως στην συναίνεση του λαού προς αυτές δια της σιωπής, της συμμετοχής και της υπακοής.
Το γεγονός ότι ο λαός από κυρίαρχος της χώρας του έγινε υπήκοος, οφείλεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι δεν διάβασε ποτέ το Σύνταγμα, αφήνοντας εν λευκώ σε άλλους τόσο τις αναθεωρήσεις του και τις ερμηνείες όσο και την εφαρμογή του. Για τον λόγο αυτόν ο καημένος κυρίαρχος κάποτε λαός, δεν πρόσεξε ότι πουθενά το Σύνταγμα δεν του ζητά υπακοή! Αυτό είναι εύκολο να διερευνηθεί πληκτρολογώντας τη ρίζα «υπακ» και πατώντας το πλήκτρο Find στην μπάρα της αναζήτησης. Η πρώτη λέξη «υπακοή» εμφανίζεται στο άρθρο 16, ως αίτημα προς τους ακαδημαϊκούς και τους διδασκάλους, δηλαδή προς κρατικούς λειτουργούς. Το δεύτερο «υπακ» εμφανίζεται στο άρθρο 59 που τιτλοφορείται «Καθήκοντα και δικαιώματα των βουλευτών», διευκρινίζοντας ότι οι βουλευτές πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους, δίνουν στο Βουλευτήριο και σε δημόσια συνεδρίαση τον ακόλουθο όρκο: «Ορκίζομαι… να είμαι πιστός στην Πατρίδα και στο Δημοκρατικό Πολίτευμα, να υπακούω στο Σύνταγμα και τους νόμους και να εκπληρώνω ευσυνείδητα τα καθήκοντα μου» Το τρίτο «υπακ» εμφανίζεται στο θεματικό ευρετήριο το οποίο μας παραπέμπει στο άρθρο 87 παρ. 2, όπου διαβάζουμε ότι «Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνον στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμιά περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος».
Οι μόνοι λοιπόν που σύμφωνα με το Σύνταγμα οφείλουν να υπακούν στο Σύνταγμα και στους νόμους είναι οι κρατικοί λειτουργοί και συγκεκριμένα, οι διδάσκαλοι, οι βουλευτές και οι δικαστές. Για τον εξής απλούστατο λόγο: Διότι ως υπάλληλοι που εμείς ο κυρίαρχος Λαός τους έχουμε θέσει κάποιες αρμοδιότητες, οφείλουν να μας υπακούν, και γίνονται κατά συνέπεια σε όλη τη διάρκεια της θητείας τους, υπήκοοί μας.Εξαίρεση αποτελεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος σύμφωνα με το άρθρο 33, ορίζεται ως φύλακας του Συντάγματος και όχι ως υπάλληλος που υπόκειται σε αυτό, όπως όλοι οι κρατικοί λειτουργοί.
Με τον όρο λοιπόν «Έλλην υπήκοος», αναφερόμαστε μόνον στους κρατικούς λειτουργούς που έχουν αναλάβει θέσεις εξουσίας, και όχι προς όλους τους Έλληνες Πολίτες. Διότι οι Έλληνες πολίτες είναι ΚΥΡΙΑΡΧΟΙ του εαυτού τους και της χώρας τους, και δεν είναι δυνατόν ένας κυρίαρχος να δηλώνει υπακοή. Και μάλιστα, υπακοή προς τους υπαλλήλους του!!!
Αφού το Σύνταγμα δεν υποχρεώνει τους Έλληνες Πολίτες σε υπακοή, και αφού οι εξουσιαστές ως υπάλληλοί μας δεν δικαιούνται να το κάνουν, συμπεραίνουμε ότι η έννοια της υπακοής που απαιτείται δια των νόμων, είναι μια επινόηση των εξουσιαστών δια της οποίας από υπήκοοι έγιναν κυρίαρχοι, μετατρέποντας σε υπηκόους τους εμάς. Αφού λοιπόν, σε κανένα μέρος το Σύνταγμα δεν υποχρεώνει σε υπακοή τον κυρίαρχο Λαό, συμπεραίνουμε πως κάθε αίτημα υπακοής από τους κρατικούς λειτουργούς, πηγάζει ή από αντισυνταγματική διάταξη, ή από κατάχρηση εξουσίας και πρέπει να καταγγελθεί.
Μελετώντας το Σύνταγμα από την αρχή, διαπιστώνουμε ότι στο πρώτο μέρος ορίζει τη μορφή του πολιτεύματος, ενώ στο δεύτερο μέρος τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών. Αξίζει να διευκρινιστεί, ότι δεν γίνεται λόγος για «δικαιώματα και υποχρεώσεις»! Βέβαια, στο άρθρο 7 αναφέρεται η έννοια της ποινής και ότι καμιά ποινή δεν μπορεί να επιβληθεί χωρίς νόμο που φυσικά πρέπει να συμφωνεί με το Σύνταγμα. Δεν γίνεται όμως λόγος για επιβολή ποινής λόγω ανυπακοής. Η ποινή λειτουργεί ως μέσο περιορισμού της επικινδυνότητας που ενδέχεται να εμφανίσουν κάποιοι πολίτες για διάφορους λόγους όπως ψυχολογικοί, οικονομικοί, εγωϊστικοί κλπ. Δεν αναφέρεται όμως κάπου στο Σύνταγμα, ότι μπορεί να επιβληθεί ποινή για λόγους ανυπακοής, με εξαίρεση τους κρατικούς λειτουργούς οι οποίοι οφείλουν να υπακούν εξ’ αιτίας του ρόλου που συνειδητά έχουν αναλάβει.
Στο τρίτο μέρος του Συντάγματος, αναπτύσσεται ο τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας της Πολιτείας, και μόνον στο τέταρτο μέρος γίνεται λόγος για υποχρέωση των Πολιτών έναντι της Πολιτείας η οποία είναι μία: Ο σεβασμός προς το Σύνταγμα και η αντίσταση με κάθε μέσο, εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία! Σεβασμός και όχι υπακοή λοιπόν! Διότι το Σύνταγμα είναι ένα σοφότατο έργο, που μας παρέχει ένα πλήθος δικαιωμάτων με μία και μοναδική υποχρέωση: να το σεβόμαστε και να αγωνιζόμαστε με κάθε μέσο για την τήρησή του! Να γιατί οι εξουσιαστές επιχειρούν να το αντικαταστήσουν με υπερνόμους στα πλαίσια μιας Ευρωπαϊκής προοπτικής, με υπερνόμους γραμμένους από τεχνοκράτες οι οποίοι σκοπεύουν να μας μετατρέψουν οριστικά από κυρίαρχους σε υπήκοους, δίχως σύνταγμα, δίχως κράτος και δίχως δικαιοσύνη. Από τεχνοκράτες που σχεδιάζουν να μας απαγορεύσουν ακόμη και την καλλιέργεια λαχανόκηπων, ακόμη και την πρόσβαση στο νερό, το οποίο θα ανήκει σε πολυεθνικές.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΑΙΤΗΣΗ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΝΥΠΑΚΟΗΣ
Η επιβολή υπακοής σε κάποιον νόμο ή πρόσωπο, ακόμη και στο Σύνταγμα είτε από τον ίδιο το νόμο είτε από κρατικό λειτουργό, είναι αντισυνταγματική και πρέπει να αντιστεκόμαστε με κάθε μέσο, όπως δικαιούμαστε και υποχρεούμαστε ώστε να αποτρέπεται. Ας αρχίσουμε από την υπακοή των μαθητών προς τους δασκάλους. Διότι σύμφωνα με το Σύνταγμα, τα παιδιά μας είναι ελεύθεροι και κυρίαρχοι πολίτες, ενώ οι δάσκαλοι ως υπάλληλοί τους οφείλουν να υπακούν τόσο σε αυτά, όσο και στους παιδαγωγικούς νόμους τους σύμφωνους με το Σύνταγμα. Αν δεν το πράξουμε θα έχουμε χαλάσει τα παιδιά μας, αφήνοντάς τα ευάλωτα σε κάθε τυχοδιώκτη εξουσιαστή, που θα επιχειρήσει να τα μετατρέψει από κυρίαρχους σε υπηκόους του. Ας πάρουμε παράδειγμα από εμάς τους ίδιους που μας χαλάσαν οι δασκάλοι μας, με αποτέλεσμα να βρισκόμαστε σε τόσο δεινή θέση σήμερα. Ως επιστήμων παιδαγωγός με μεγάλη εμπειρία στα σχολεία, μπορώ να εγγυηθώ σε όσους από άγνοια της παιδαγωγικής τέχνης φοβούνται πως με την άρση του αιτήματος της υπακοής το παιδαγωγικό σύστημα θα καταρρεύσει, ότι δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος ενώ αντίθετα, η παιδεία στη χώρα μας βρίσκεται σε τέτοιο χάλι λόγω κατάχρησης εξουσίας των διδασκόντων, που έχουν μετατρέψει τα παιδιά μας από ονειροπόλες ελεύθερες ψυχές σε δουλοπρεπείς υπηκόους. Δεν είναι καθόλου αθώο το γεγονός ότι στην Ελλάδα κάθε πρωινό το μάθημα αρχίζει με τα στρατιωτικά παραγγέλματα, «Προσοχή, ανάπαυση, στοιχηθείτε» ενώ οι μαθητικές παρελάσεις με τα συνθήματα «Εμπρός, Mars», δηλαδή, Εμπρός, Πόλεμος!.
Μόνον αν συνειδητοποιήσουμε το κακό που μας έκαναν οι γονείς και οι δασκάλοι μας απαιτώντας μας υπακοή, και μόνον αν αντικαταστήσουμε το αίτημα υπακοής προς τα παιδιά μας με την ανάπτυξη ενός οράματος για μια καλύτερη κοινωνία, θα μπορέσουμε να απαιτήσουμε και από τους εξουσιαστές μας, να αντικαταστήσουν το αίτημα της υπακοής με έναν καλύτερο τρόπο διακυβέρνησης. Διότι τους καλούς κυβερνήτες δεν τους υπακούμε αλλά τους σεβόμαστε. Όπως σεβόμαστε τους καλούς γονείς και τους καλούς δασκάλους.
Η απαίτηση της υπακοής, η οποία τίθεται μόνον από ανάξιους κυβερνήτες και από καταχραστές της εξουσίας που θέλουν να υποδουλώσουν τους πολίτες, αποκλείει το δικαίωμα ενεργοποίησης της ακροτελευταίας διάταξης του Συντάγματος, και συγκεκριμένα το δικαίωμα αντίστασης με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε εξουσιαστή αρνείται να τηρήσει το σύνταγμα, και επιχειρεί να καταλύσει το δημοκρατικό μας πολίτευμα. Διότι η αντίσταση σε αντισυνταγματικούς νόμους και γενικότερα σε νόμους που δεν εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, δεν γίνεται να επιτευχθεί με τον όρο της υπακοής μας σε αυτούς μέχρις ότου ακυρωθούν από κάποιο ακυρωτικό δικαστήριο. Διότι με παρέμβαση της εξουσίας τα δικαστήρια αργούν, και μέχρι την εκδίκαση ο προς ακύρωση νόμος αντικαθίσταται με έναν άλλον επίσης αντισυνταγματικό, ο οποίος μέχρι να ακυρωθεί αντικαθίσταται με έναν άλλον και ούτω καθ’ εξής επ’ άπειρον. Ο Σίσυφος αποτελεί μία άριστη προσομοίωση, των αγωνιστών που επιχειρούν να επαναφέρουν το απωλεσθέν δημοκρατικό μας πολίτευμα, κάνοντας χρήση της Δικαστικής εξουσίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΛΑΟΥ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Δ. Ορίζεται, στα πλαίσια μιας συνεργατικής σχέσης μεταξύ κυρίαρχου Λαού και εξουσίας, το νομικό πλαίσιο βάσει του οποίου θα μπορεί ο πολίτης να αντιστέκεται με κάθε μέσο, εναντίον κάθε προσπάθειας μη τήρησης του Συντάγματος από την εξουσία.
kapagriniou.wordpress.com