ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑ...
Μία ὡραία μελέτη, γιὰ ὅσους ἐνδιαφέρονται καὶ κυρίως μὲ πολλὲς πηγὲς γιὰ τὸ θέμα στὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα…
(Γιατὶ οὔτε λίγο, οὔτε πολύ, προσπαθοῦσαν νὰ μᾶς πείσουν ὅτι καὶ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες τὸ ἀπεδέχοντο καὶ τὸ θεωροῦσαν κάτι φυσιολογικό…
Καὶ μόνον ἡ σκοταδιστικὴ ἐκκλησία τὸ ἔλεγε ἀνωμαλία…)
Παπανικολάου Σωτήρης
Οἱ λέξεις «ὁμοφυλόφιλος» καὶ «ἑτερόφιλος» χρησιμοποιήθηκαν γιὰ πρώτη φορά, ἀπὸ τὸν Αὐστριακὸ–Οὖγγρο δημοσιογράφο Karoly Maria Kertbeny (γεννημένος ὥς Karl Maria Benkert), τὸ 1868 μὲ τὴν σύνθεση Ἑλληνικῶν λέξεων (ὅμοιος + φῦλο + φίλος) καὶ ἀπὸ τότε καθιερώθηκαν.
«ὁμοφυλοφιλία (ἡ) νεώτ. γενετήσιος διαστροφή, καθ᾽ ἥν ἐπιδιώκει τις ἱκανοποίησιν τοῦ ἐρωτικοῦ αὐτοῦ ἐνστίκτου ἐπὶ προσώπου τοῦ αὐτοῦ
φύλου, ἐρωτικὴ σχέσις πρὸς ἄτομον τοῦ αὐτοῦ φύλου. πρβλ. ἀρσενοκοιτία, λεσβιασμός».
(Δ. Δημητρᾶκος: « Λεξικὸν Ἑλληνικῆς Γλώσσης» Τόμος 10ος Σελ. 5144).
Ὁ παθητικὸς ὁμοφυλόφιλος (ἄνδρας ποὺ προσποιεῖται τὴν γυναῖκα), στὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα ἐκαλεῖτο καταπύγων (ἐκ τοῦ κατὰ + πυγή, ποὺ σημαίνει πρωκτός) ἢ κατάπρωκτος, ἐνῷ ὁ ἐνεργητικὸς ὁμοφυλόφιλος (ἄνδρας ποὺ συνευρίσκεται μὲ ἄνδρα), ἐκαλεῖτο ἀρσενοκοίτης.
Ἡ λέξις ἐπίσης σημαίνει: «τὸν ἀκόλαστον ἄνθρωπον».
( J. Hofman: «Ἐτυμολογικὸν Λεξικὸν Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς» Ἑλληνικὴ ἔκδοσις Ἀθῆνα 1974, Σελ. 166).
Ὁ ὅρος στὰ λατινικὰ ἦταν «cinaedus». Ἐνεργητικὸς ὁμοφυλόφιλος στοὺς Ἀρχαίους, ἦταν ἐκεῖνος, ποὺ ἔπραττε καὶ παθητικὸς ἐκεῖνος ποὺ ἔπασχε: «ἐκεῖνος μὲν πράττειν, οὗτος δὲ πάσχειν»
(Αἰσχίνης: «κατὰ Τιμάρχου» 41).
Συνηθέστερος ὅμως χαρακτηρισμὸς τῶν παθητικῶν ὁμοφυλοφίλων ἦταν ὁ κίναιδος. (Βοιωτικὴ διάλεκτος «κίνηδος»), ἐκ τοῦ κινῶ+αἰδώ.
(Χ. Μπαλτᾶς: «Λεξικὸν Ἀρχαῖας Ἑλληνικῆς γλώσσης» Ἔκδοσις Παπαδῆμα, Σελ. 324).
Κίναιδος ὀνομάζεται ὁ ἐρχόμενος εἰς παρὰ φύσιν σαρκικὴν ἕνωσιν, μὲ παθητικὸνῥόλον.
(Ἐγκυκλοπαιδικὸν Λεξικὸν «ΗΛΙΟΣ» Τόμος 10ος, Σελ. 746, Ἐγκ. »Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια» Τόμος 14ος Σελ. 417).
Ἡ κιναιδία καὶ κιναιδεία ἐκ τοῦ κιναιδεύομαι, ποὺ σημαίνει «πάσχω τὰ τοῦ κιναίδου» , ἐσήμαινε δὲ κατὰ συνεκδοχὴ τὴν «διαφθορὰν τῶν ἠθῶν».
(Δ. Δημητρᾶκος: « Λεξικὸν Ἑλληνικῆς Γλώσσης» Τόμος 8ος, σελ. 3905).
Ἐπίσης ἔχουμε τὸ ῥῆμα «κιναιδολογῶ» γιὰ ὅσουν μιλοῦσαν ἢ ἔγραφαν «περὶ αἰσχρῶν πραγμάτων» καὶ τὴν «ἀναισχυντίαν»
(«Λεξικὸν Σουΐδα». Τόμος 4ος Σελ. 601).
Ὁμοφυλοφιλία: Ἐρωτικὴ σχέσις, σαρκικὴ συνάφεια μεταξὺ ὁμοφύλων.Ἐν τῇ ψυχοπαθολογίᾳ: Ἡ γενετήσιος διαστροφὴ καθ ἥν ἀνὴρ ἐλκύεται ἀπὸ ἄνδρα καὶ γυνὴ ἀπὸ γυναῖκα.
(Ἐγκυκλοπαιδικὸν Λεξικὸν «ΗΛΙΟΣ, Τόμος 14ος, Σελ. 895).
Οἱ κίναιδοι ἀρνοῦνται ὅτι εἶναι διεστραμμένοι καὶ ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ ψυχοσωματική τους ἀνωμαλία δὲν εἶναι διαστροφὴ ἀλλὰ ἐκδήλωσις τῆς σεξουαλικῆς τους ἐλευθερίας, ποὺ κάθε ἄνθρωπος δικαιοῦται νὰ ἔχῃ.
Τὸ περιεχόμενόν της τὸ ὁρίζει ἡ ψυχοπαθολογία, κατὰ τὴν ὁποία διαστροφὴ καλεῖται ἡ «παρέκκλισις ψυχικῶν λειτουργιῶν ἢ ὁρμεμφύτων ἀπὸ τῆς φυσιολογικῆς λειτουργίας τους, «γενετήσιος διαστροφή».
(Ἐγκυκλοπαιδικὸν Λεξικὸν «ΗΛΙΟΣ, Τόμος 5ος, Σελ. 91).
Εἶναι γνωστὸ ὅτι κάθε ὄργανο τοῦ σώματος ἐπιτελεῖ «ὡρισμένον σκοπόν» μὲ συγκεκριμένη λειτουργία. Ὁποιαδήποτε παρέκκλισις ἐκ τοῦ σκοποῦ τῆς λειτουργίας τῶν σωματικῶν ὀργάνων συνιστᾶ ἀνωμαλίαν μὲ δυσμενεῖς συνέπειες. Στὴν προκειμένη περίπτωση τῶν ὁμοφυλοφίλων παρατηρεῖται διπλὴ ἀνωμαλία.
Πρῶτον εἰς βάρος τοῦ ἀπευθυσμένου, ποὺ εἶναι τὸ τελευταῖο τμῆμα τοῦ παχέως ἐντέρου καὶ δεύτερον εἰς βάρος τοῦ ἀνδρικοῦ πέους, ποὺ εἶναι τὸ ἀνδρικὸ ὄργανον. Εἰδικώτερα τὸ ἀπευθυσμένον ἐξυπηρετεῖ τὸν σκοπὸ τῆς συγκεντρώσεως τῶν κοπράνων (περιττώματα τῆς πέψεως) καὶ διὰ τοῦ πρωκτοῦ τῆς ἀφοδεύσεως αὐτῶν. Ἄλλο φυσιολογικὸ σκοπὸ δὲν ἔχει τὸ ἀπευθυσμένο, οὔτε ὁ πρωκτός.
Παραλλήλως, τὸ πέος ἐξυπηρετεῖ τὸν σκοπὸ τῆς γονιμοποιήσεως τῆς γυναικός, διὰ τῆς εἰσόδου στὸν κόλπον αὐτῆς καὶ τῆς ἐξαπολύσεως τοῦ σπέρματος ποὺ γονιμοποιοῦν τὸ ὡάριον. Ἐκ φύσεως ἐδημιουργήθη ἡ ἀνατομία ὥστε τὸ πέος νὰ προσαρμόζεται στὸν γυναικεῖο κόλπο καὶ νὰ συντελεῖται ἡ γονιμοποίησις τοῦ θήλεος ποὺ καὶ αὐτὸ διαθέτει ἀνάλογα ὄργανα ποὺ ἀποβλέπουν στὴν γονιμοποίηση. Προορισμὸς τοῦ πέους εἶναι ὁ γυναικεῖος κόλπος καὶ ὄχι τὸ ἀπευθυσμένο.
Τὸ πέος δὲν ἔχει φυσιολογικὸ σκοπὸ νὰ εἰσέρχεται ἐντὸς τῶν κοπράνων ποὺ συσσωρεύονται στὸ ἀπευθυσμένο. Ὅποιος λοιπὸν τοποθετεῖ, μέσῳ τοῦ πρωκτοῦ τὸ πέος του, στὰ κόπρανα δὲν τὸ χρησιμοποιεῖ στὴν φυσιολογική του λειτουργία, ἀλλὰ παρεκκλίνει ἀπὸ αὐτὴ μὲ χυδαῖο καὶ ἀνθυγιεινὸ τρόπο.
Ἡ ἱκανοποίησις φυσικῶν ἀναγκῶν συνδέεται μὲ ἡδονή. Μεγίστη φυσικὴ ἀνάγκη εἶναι ἡ διαιώνισις τοῦ εἴδους, γι᾽ αὐτὸ ἡ φύσις συνέδεσε τὴν
γονιμοποίηση μὲ τὴν ἀφροδισιακὴ ἡδονή, (ἔλξις τῶν φύλων). Οἱ ὁμοφιλόφυλοι δὲν αἰσθάνονται ἡδονὴ ἐκ φύσεως γιὰ ἱκανοποίηση φυσικῆς
ἀνάγκης ἀλλὰ αἰσθάνονται ἡδονὴ ἐκτὸς φύσεως, μὴ φυσιολογική, ποὺ δὲν ἱκανοποιεῖ κάποια φυσικὴ ἀνάγκη, συνεπῶς ὁ τρόπος εὐχαριστήσεώς τους ἀποτελεῖ διαστροφὴ ὥς παρέκκλιση ἀπὸ τὸ φυσιολογικό.
Ὀ χαρακτηρισμὸς «κίναιδος» περιεῖχε βαρυτάτη προσβολὴ καὶ μείωση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Σωκράτης μάλιστα ἐπίστευε, ὅτι ὁ βίος τῶν κιναίδων εἶναι φρικτὸς αἰσχρὸς καὶ ἄθλιος.
[494 Ε] Σωκράτης πότερον εἰ τὴν κεφαλὴν μόνον κνησιῷ—ἢ ἔτι τί σε ἐρωτῶ; ὅρα, ὦ Καλλίκλεις, τί ἀποκρινῇ, ἐὰν τίς σε τὰ ἐχόμενα τούτοις ἐφεξῆς ἅπαντα ἐρωτᾷ. καὶ τούτων τοιούτων ὄντων κεφάλαιον, ὁ τῶν κιναίδων βίος, οὗτος οὐ δεινὸς καὶ αἰσχρὸς καὶ ἄθλιος; ἢ τούτους τολμήσεις λέγειν εὐδαίμονας εἶναι, ἐὰν ἀφθόνως ἔχωσιν ὧν δέονται;
(Πλάτων: «Γοργίας» 494 Ε).
καὶ συνέχισε λέγων στὸν Καλλικλῆ, ὁτι δὲν εἶναι εὐδαίμων ὁ δεχόμενος, ὁποιανδήποτε ἡδονὴν καὶ δὲν διακρίνει στὶς ἡδονές, ποῖες ἐξ αὐτῶν εἶναι ἀγαθαὶ καὶ ποῖες κακαί. [495α] εὐδαίμονας εἶναι, καὶ μὴ διορίζηται τῶν ἡδονῶν ὁποῖαι ἀγαθαί καὶ κακαί; ἀλλ᾽ ἔτι καὶ νῦν λέγε πότερον φῂς εἶναι τὸ αὐτὸ ἡδὺ καὶ ἀγαθόν, ἢ εἶναί τι τῶν ἡδέων ὃ οὐκ ἔστιν ἀγαθόν;
(Πλάτων: «Γοργίας» 495 Α).
Ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα οἱ κίναιδοι κατηγοροῦντο ὅτι διέπραξαν ἁμάρτημα εἰς βάρος τοῦ σώματόός των: «τὰ σώματα ἡμαρτικότας» (Αἰσχίνης: «Κατὰ τιμάρχου» 195), τὸ ὁποῖο ἀπέλαυσαν οἱ ἀκόλαστοι. Τὸ ἀμάρτημά τους ἔγκειται στὸ ὅτι παρέδωσαν τὸ ἀνδρικό τους σῶμα (ἄρρενα τῷ σῶμᾳ), εἰς γυναικεῖα ἁμαρτήματα (γυναικεῖα ἁμαρτήματα ἡμαρτηκότα), μὲ τὴν διαφορὰ ὅτι οἱ γυναῖκες ἁμαρτάνουν συμφώνως πρὸς τοὺς νόμους τῆς φύσεως («κατὰ φύσιν ἁμαρτάνουσιν»), ἐνῷ οἱ κίναιδοι ἐξευτελίζουν τὸ σῶμα των, παρὰ τοὺς νόμους τῆς φύσεως («παρὰ φύσιν ἑαυτὸν ὑβρίσαντι»).
Ὁ κιναιδισμὸς ἐγένετο δεκτόν, ὅτι ἀνῆκε εἰς πράξεις ποὺ ἐχαρακτηρίζοντο «φύσει μὴ καλῶν».
Δέομαι δ᾽ ὑμῶν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, συγγνώμην ἔχειν, ἐὰν ἀναγκαζόμενος λέγειν περὶ ἐπιτηδευμάτων φύσει μὲν μὴ καλῶν, τούτῳ δὲ πεπραγμένων, ἐξαχθῶ τι ῥῆμα εἰπεῖν, ὅ ἐστιν ὅμοιον τοῖς ἔργοις Τιμάρχου. οὐδὲ γὰρ ἂν δικαίως ἐμοὶ ἐπιτιμήσαιτε, εἴ τι σαφῶς εἴποιμι διδάσκειν ὑμᾶς βουλόμενος, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον τούτῳ, εἰ αἰσχρῶς οὕτω τυγχάνει βεβιωκώς, ὥστε τὸν τὰ τούτῳ πεπραγμένα διεξιόντα ἀδύνατον εἶναι εἰπεῖν ὡς αὐτὸς βούλεται, ἐὰν μή τι καὶ τῶν τοιούτων φθέγξηται ῥημάτων. εὐλαβήσομαι δ᾽ αὐτὸ ποιεῖν ὡς ἂν δύνωμαι μάλιστα.
(Αἰσχίνης, Κατὰ Τιμάρχου Παρ. 37-38)
Δηλαδὴ ἡ γενετήσιος σχέσις μεταξὺ ἀνδρῶν ἢ μεταξὺ γυναικῶν, δηλαδὴ μεταξὺ ὁμοφύλων ἀποτελεῖ περάκκλισιν ἐκ τῆς φυσιολογικῆς λειτουργίας τῶν γεννητικῶν ὀργάνων.
Ἡ γενετήσια διαστροφὴ διατυπώνεται μὲ νέα ὀνόματα, ἔτσι τὴν ὀνομάζουν «ἰδιαιτερότητα», «διαταραχὴ σεξουαλικῆς ταυτότητος», «σεξουαλικὴ ἐπιλογή». Ἐὰν ἀλλάξουν οἱ λέξεις γιὰ λεκτικὴ ὡραιοποίηση μιᾶς διαστροφῆς, ἀλλάζει τὸ ὄνομα ἀλλὰ ὄχι ἡ οὐσία. Τὰ σκατὰ ἂν τὰ πῇς κόπρανα ἢ περιττώματα παραμένουν σκατὰ κι ὅταν λὲς περιττώματα ὁ κόσμος ἐννοεῖ σκατά. Ἔτσι ὅταν λὲς ὁμοφυλόφιλος τὸ μυαλὸ ὅλων ἐννοεῖ τὸν πούστη, διότι αὐτὴ ἡ λέξις αὐτὸ ἐκφράζει. Εἶναι μάλιστα καθιερωμένη καὶ ἀναφέρεται καὶ στὸ «Ἀντιλεξικόν» τοῦ Θ. Βοσταντζόγλου (β᾽ Ἔκδοσις Ἀθῆναι 1962, Σελ. 282)
Ἡ ὁμοφυλοφιλία στὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα ἐθεωρεῖτο ἄτιμος πρᾶξις καὶ ὅποιος ἦταν ὁμοφυλόφιλος, δὲν εἶχε δικαίωμα ψήφου. Τοὺς ἀποκαλοῦσαν κιναίδους, τώρα τὸ ἀλλάζουν, λένε ὁμοφυλόφιλοι, τελευταίως ἄρχισαν καὶ τὸ ἄλλο: «ὁμοφοβικός».
Τί θά πῇ ὁμοφοβικός; Εἴμαστε δηλαδή ὅλοι ὁμοφοβικοί; Καί τί θά πῇ ὁμοερωτικός; Νεολογισμοὶ μποῦρδες γιὰ νὰ μὴν πῷ κάτι χειρότερο.
Ὁ κόσμος λέει: «Μοῦ φέρθηκε πούστικα», γνωρίζει ὁ κόσμος, ὅτι: «αὐτὸς εἶναι πούστης» καὶ «ὁ πούστης» εἶναι Ἀρχαῖο Ἑλληνικό. Ἐπειδὴ τοὺς κυνηγοῦσε ἡ ἀστυνομία ἐρωτοῦσαν: «Ποῦ στῇ;»
Ποῦ: Τοπικὸ ἐπίῤῥημα
στῇ: Λῆμμα: ἵστημι.
Μέρος τοῦ λόγου: ῥῆμα
Ἔγκλισις: Ὑποτακτικὴ
Φωνή: Μέση
Χρόνος: Ἀόριστος β.
(Δηλαδή, ποῦ πάει καὶ στέκεται;)
Οἱ νόμοι ἐναντίον τῶν ὁμοφυλοφίλων ὑπάρχουν στὸν Δημοσθένη καὶ στὸν Αἰσχίνη κατὰ Μηδείου, κατὰ Δροτῆρος, κατὰ Τιμάρχου ὁ ὁποῖος ἦταν ὁμοφυλόφιλος καὶ εἶχε καταθέση σὲ δικαστήριο καὶ ὥς ὁμοφυλόφιλος δὲν εἶχε δικαίωμα ψήφου.
Αὑτὰ τὰ κρύβουν καὶ λένε: Στὴν ἀρχαῖα Ἑλλάδα ὑπῆρχαν ὁμοφυλόφιλοι. Βεβαίως καὶ ὑπῆρχαν ὁμοφυλόφιλοι καὶ δολοφόνοι ὑπῆρχαν καὶ κλέφτες ὑπῆρχαν, κοινωνία ἦταν, ἀλλὰ ἡ ἔννομος τάξις καὶ ἡ κοινωνία δὲν τοὺς ἀπεδέχετο.
Τώρα προσπαθοῦν νὰ μποῦν στὴν ἔννομο τάξη μὲ τὸν γάμο, μὲ τὸ σύμφωνο συμβιώσεως.
Γιὰ νὰ γίνῃ αὐτό, (τὸ σύμφωνο συμβιώσεως), δὲν χρειάζεται εἰδικὴ νομοθετικὴ ῥύθμιση. Πηγαίνουν σὲ ἕνα συμβολαιογράφο δύο ἄνδρες καὶ κάνουν μία συμφωνία καὶ τὴν καταθέτουν. ΔΕΝ χρειάζεται εἰδικὴ νομοθετικὴ ῥύθμισις.
Ἡ ὁμοφυλοφιλία εἶναι γεννετήσιος διαστροφή, καὶ οἱ ὁμοφυλό φιλοι εἶναι σεξουαλικῶς διεστραμμένοι ἄνθρωποι, διότι ὁ ἄνδρας κάνει ἔρωτα μὲ τὴν γυναῖκα, δὲν κάνει μὲ τὸν ἄνδρα, οὔτε ἡ γυναῖκα μὲ γυναῖκα. Μάλιστα λένε καὶ λεσβίες, δῆθεν ἀπὸ τὴν νῆσο Λέσβο. Αὐτὸ εἶναι ἀνακρίβεια καὶ ψεῦδος.
Τὸ λεσβία δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴν νῆσο Λέσβο ἀλλὰ ἀπὸ μία Ῥωμαῖα πατρικία ποὺ ἐλέγετο Λεσβία καὶ ἡ ὁποία εἶχε σαρκικὲς σχέσεις μὲ γυναῖκες καὶ ἔτσι ἐπεκράτησε ὁ ὅρος καὶ δὲν εὐθύνεται καθόλου τὸ νησὶ τῆς Λέσβου, οὖτε ἀκόμα καὶ ἡ Σαπφῶ γιὰ τὴν ὁποία οἱ Γερμανοὶ ἔχουν
γράψει ὁλόκληρο βιβλίο, διότι ἡ Σαπφῶ εἶχε κάνη παιδιά, ἦταν ἐρωτευμένη μὲ κάποιον …. εἶχε σχέση καὶ μὲ τὸν Κερκύλα καὶ τὴν
παρουσιάζουν γιὰ ὁμοφυλόφιλη. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ψεύδη. (Σχετικὴ παραπομπὴ στὸ τέλος τοῦ κειμένου, σελίδα 8 ΠΕΡΙ ΛΕΣΒΙΩΝ).
Στὴν Ἀρχαία Ἀθῆνα ἐὰν ὁ ὁμοφυλόφιλος πήγαινε σὲ γυμναστήριο, ἢ σὲ στάδιο, ἐτιμωρεῖτο μὲ τὴν ποινὴ τοῦ θανάτου καὶ ἐπίσης δὲν εἶχε τὸ
δικαίωμα νὰ πάῃ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Δήμου νὰ μιλήσῃ. «τοὺς αἰσχρῶς βεβιωκότας· οὐκ ἐᾷ αὐτῷ δημηγορεῖν»
Αἰσχίνης 1. 26 -32 (Κατὰ Τιμάρχου)
[28] Τίνας δ’ οὐκ ᾤετο δεῖν λέγειν; τοὺς αἰσχρῶς βεβιωκότας· τούτους οὐκ ἐᾷ δημηγορεῖν. καὶ ποῦ τοῦτο δηλοῖ; «Δοκιμασία», φησί, «ῥητόρων· ἐάν τις λέγῃ ἐν τῷ δήμῳ. Δηλαδὴ ὁ νομοθέτης μὲ σαφήνειαν ἀποδεικνύει πούοι δύνανται νὰ δημηγωροῦν εἰς τόν δῆμον, καὶ ποίοι δέν ἔχουν τὸ δικαίωμα τοῦ λόγου.
Τί προβλέπει ὁ νόμος: «περί δοκιμασίας ῥητόρων»: «Ἢ πεπορνευμένος», φησίν, «ἢ ἡταιρηκώς»· τὸν γὰρ τὸ σῶμα τὸ ἑαυτοῦ ἐφ’ ὕβρει πεπρακότα, καὶ τὰ κοινὰ τῆς πόλεως ῥᾳδίως ἡγήσατο ἀποδώσεσθαι».
Δηλαδή, ἐὰν κάποιος ζῇ πεπορνευμένη ζωὴ ἤ εἶναι ὁμοφυλόφιλος, ὅπως εὐκόλως διαθέτει τό σῶμα του, οὗτως καὶ τὴν πόλιν του εὐκόλως θὰ ξεπουλήση.
ΣΟΛΩΝΟΣ ΝΟΜΟΙ (Βιβλίο 5 κεφάλαιο 5 ἄρθρον 332, Σελ. 145)
Ἐὰν τὶς Ἀθηναῖος ἑταιρήσῃ
μὴ ἐξέστω αὐτῷ τῶν ἐννέα ἀρχόντων γενέσθαι,
μήδ΄ ἱερωσύνην ἱεράσασθαι,
μηδὲ συνδικῆσαι τῷ δήμῳ,
μηδὲ ἀρχὴν ἀρχέτω μηδεμίαν, μήτε ἔνδημον μήτε ὑπερόριον
μήτε κληρωτὴν μήτε χειροτονητήν,
μήδ ἐπὶ κηρυκείαν ἀποστελέσθω,
μηδὲ γνώμην λεγέτω,
μήδ εἰς τὰ δημοτελῆ ἱερὰ εἰσίτω,
μήδ ἐν ταῖς κυναῖς στεφανηφορίαις στεφανούσθω,
μήδ ἐντὸς τῶν τῆς ἀγορᾶς περιραντηρίων πορευέσθω.
Ἐὰν δὲ τὶς ταῦτα ποιῇ, καταγνωσθέντως αὐτοῦ ἑταιρεῖν θανάτω ζημιούσθω.
Δηλαδή:
Ἐὰν κάποιος Αθηναῖος συνάψῃ ὁμοφυλοφιλικὴν σχέσιν μὲ ἄλλον θὰ ἔχη τὰς ἐξῆς κυρώσεις:
Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ γίνῃ ἕνας ἐκ τῶν ἑννέα ἀρχόντων.
Δὲν ἐπιτέπεται νὰ ἀσκῆ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἱερέως καὶ λειτουργοῦ τῆς ἱεροσύνης.
Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ εἶναι συνήγορος τοῦ δήμου.
Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀναλαμβάνῃ καμμίαν ἐξουσίαν, οὖτε ἐντὸς τοῦ δήμου οὖτε ἐκτὸς ὁρίων.
Δὲν ἐπιτρέπεται να ἀναλαμβάνῃ καμμίαν ἐξουσίαν οὖτε διὰ κληρώσεως ἤ ἀνατάσεως χειρός.
Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ σταλῷ ὡς κήρυξ (ἀγγελειοφόρος).
Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἐκθέτῃ τὴν γνώμην του.
Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ εἰσέρχεται εἰς δημοσίους ἱεροὺς χώρους.
Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ στεφανωθῇ εἰς τὰς στεφανοφορίας.
Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ πορεύεται ἐντὸς τοῦ ἐξαγνισμένου χώρου τῆς ἀγορᾶς.
Ἐὰν δὲ τὶς ταῦτα ποιῇ, καὶ ἀποκαλυφθῇ ὅτι ἑταιρεῖ, τοῦ ἐπιβάλλεται ἡ ποινὴ τοῦ θανάτου.
Ὁ δὲ Πλάτων μᾶς ὁριοθετεῖ ποία σχέσις εἶναι ἡ φυσιολογικὴ καὶ ποία ἡ παρὰ φύσιν.
[636ξ] ὅσαι τῶν ἄλλων μάλιστα ἅπτονται τῶν γυμνασίων: καὶ εἴτε παίζοντα εἴτε σπουδάζοντα ἐννοεῖν δεῖ τὰ τοιαῦτα, ἐννοητέον ὅτι τῇ θηλείᾳ καὶ τῇ τῶν ἀρένων φύσει εἰς κοινωνίαν ἰούσῃ τῆς γεννήσεως ἡ περὶ ταῦτα ἡδονὴ κατὰ φύσιν ἀποδεδόσθαι δοκεῖ, ἀρρένων δὲ πρὸς ἄρρενας ἢ θηλειῶν πρὸς θηλείας παρὰ φύσιν καὶ τῶν πρώτων τὸ τόλμημ᾽ εἶναι δι᾽ ἀκράτειαν ἡδονῆς. πάντες δὲ δὴ Κρητῶν τὸν περὶ Γανυμήδη μῦθον.
(Πλάτωνος Νόμοι 636 ξ).
Διαβάζουμε σχετικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν σελίδα 37 τοῦ ἔργου:
ΛΕΞΙΚΟΝ ΑΘΛΙΟΤΗΤΩΝ τοῦ ἀειμνήστου Ἱεροκήρυκος Ἀρχιμανδρίτου Χριστοφόρου Καλύβα τῆς Ὀρθοδόξου Ἱεραποστολικῆς Ἀδελφότητος: Ο ΣΤΑΥΡΟΣ,
Αἰόλου 35, 15351 Παλλήνη, τηλ. 2106040557
Διανέμεται ἀπὸ τὸ Βιβλιοπωλεῖοβ τῆς Ὀρθοδόξου Φιλανθρωπικῆς Ἀδελφότητος ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΕΛΕΗΜΩΝ, Ζωοδόχου Πηγῆς 44, 10681 Ἀθῆναι (Ἐξάρχεια) τηλ. 210-3805539
ὅπου στὸ λῆμμα 5. Ἀρσενοκοιτία, ἀναφέρει: «Ἐπὶ τοῦ προκειμένου, ἡ ἀρσενοκοιτία ἤ σοδομισμός, αὐτὸ τὸ ὑπερκτηνῶδες πάθος, εἶναι γνωστὸ καὶ εἰς τὴν προχριστιανικὴ ἀρχαιότητα καὶ περὶ τούτου ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν, ὅτι οἱ εἰδωλολάτρες, ἐπειδὴ δὲν θέλησαν νὰ ἔχουν τὸν Θεὸ σὲ ἐπίγνωση, ὁ Θεὸς τοὺς ἐγκατέλειψε καὶ ἔπεσαν εἰς πάθη ἀτιμίας, μεταξὺ τῶν ὁποίων εἶναι καὶ ἡ ἀρσενοκοιτία, ἡ ὁποία εἰς τὶς ἡμέρες μας ἀνθεῖ καὶ μεταξὺ των γυναικῶν ὑπὸ την ὀνομασία λεσβιασμός, ἐκ της Λεσβίας Ρωμαίας Πατρικίας του Α’ π.Χ. αἰῶνος, ἡ ὁποία ἠσχολεῖτο περὶ τα ἀνώμαλα σαρκικὰ καὶ συνέθετε τοιούτου περιεχομένου ποιήματα καὶ ὄχι ὅτι τὸ πάθος τοῦτο ξεκίνησε ἀπὸ τὴν νῆσο Λέσβο καὶ ὅτι οἱ γυναῖκες τῆς Λέσβου μόνον εἶναι ἐπιρρεπεῖς εἰς ἀνώμαλες γενετήσιες δραστηριότητες».
Η ομοφυλοφιλία στην αρχαία Ελλάδα και οι νόμοι του Σόλωνα
Η ομοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα παραμένει πάντοτε ένα ζήτημα επίκαιρο το οποίο συνεχίζει να αναζητά μια πειστική απάντηση.
Οι διάφορες αναφορές που απαντούν στο έργο πολλών αρχαίων συγγραφέων «περί τῶν παιδικῶν» καθώς και οι αναπαραστάσεις ομοφυλοφιλικών σκηνών σε αρχαίους αμφορείς έδωσαν τροφή σε όσους επιθυμούσαν να κατηγορήσουν συλλήβδην τους αρχαίους Έλληνες ως ομοφυλόφιλους.
Κανείς νοήμων άνθρωπος δεν μπορεί να αρνηθεί ότι, και κατά την αρχαιότητα, θα υπήρχαν άτομα με ομοφυλοφιλικές τάσεις. Δεν υπάρχουν όμως αξιόπιστες αποδείξεις πως το ποσοστό τους διέφερε σημαντικά έναντι της σημερινής πραγματικότητας.
Αυτό το οποίο έδωσε λαβή για τον εξ ολοκλήρου χαρακτηρισμό των αρχαίων Ελλήνων ως ομοφυλόφιλων ήταν η παρανόηση του νόηματος του όρου «παιδεραστία». Οι οπαδοί της παραπάνω αντίληψης ταύτισαν το περιεχόμενο του όρου με τον αντίστοιχο σύγχρονο, ενώ στην πραγματικότητα, η πραγματική έννοια της λέξης είναι πιο κοντά σε αυτή του μέντορα, της συμβουλευτικής καθοδήγησης παρά σε σεξουαλικές σχέσεις.
Κατεξοχήν θύματα της παραπάνω παρανόησης υπήρξαν οι αρχαίοι Αθηναίοι, οι οποίοι κατηγορήθηκαν πολλάκις για τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις, σε σημείο μάλιστα να δίδεται η εντύπωση ότι η Αθήνα ήταν μία πόλη στην οποία ανθούσε ανενόχλητα ο ομοφυλοφιλικός έρωτας.
Η αλήθεια απέχει παρασάγγας από την παραπάνω θέση, για να δανειστούμε την έκφραση του προσφιλούς μας Ξενοφώντα.
Ομοφυλοφιλία Στην Αρχαία Ελλάδα
Οι αρχαίοι Αθηναίοι όχι μόνο δεν ενθάρρυναν τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις αλλά είχαν λάβει μία σειρά από μέτρα για να προστατεύσουν τους νεαρούς Αθηναίους από επίδοξους εραστές, όπως μας πληροφορεί ο ρήτορας Αισχίνης.
Στον λόγο «Κατά Τιμάρχου» ο περιφανής ρήτορας αναφέρει διεξοδικά όλα τα μέτρα που ο αρχαίος «νομοθέτης» είχε λάβει για να περιφρουρήσει την αρετή των νεαρών αρρένωνΑθηναίων.
Νόμοι για τα νεαρά αγόρια
Αρχικά, μνημονεύει την πρόβλεψη να μην ανοίγουν τα σχολεία πριν την ανατολή του ηλίου αλλά ούτε να παραμένουν ανοικτά μετά τη δύση του, καθώς το σκοτάδι αποτελεί σύμμαχο όσων εποφθαλμιούν τα νεαρά αγόρια (Κατά Τιμάρχου 9-10). Επίσης, τίθενται περιορισμοί στους επισκέπτες στα γυμναστήρια, όπου οι νεαροί Αθηναίοι προπονούνταν γυμνοί.Σε περίπτωση που ο νόμιμος κηδεμόνας ενός νεαρού αγοριού το εξέδιδε έναντι χρημάτων, οποιοσδήποτε Αθηναίος πολίτης μπορούσε να τον καταγγείλει δημοσίως, αξιοποιώντας το θεσμό της «γραφής». Ως ποινή για ένα τέτοιο αδίκημα προβλεπόταν η απαλλαγή του παιδιού από την υποχρέωση να φροντίζει στα γηρατειά του τον κηδεμόνα του, ο οποίος το είχε εκδώσει έναντι χρημάτων (Κατά Τιμάρχου 13).
Ο νόμος, όμως, ήταν πολύ πιο σκληρός έναντι των προαγωγών. Όσοι ασκούσαν αυτό το επάγγελμα τιμωρούνταν με θάνατο σε περίπτωση που εξέδιδαν σεξουαλικά τέκνα ελεύθερων πολιτών (Κατά Τιμάρχου 14, 184).
Νόμοι κατά των εραστών
Οι Αθηναίοι, επιδεικνύοντας την ευαισθησία τους για το σοβαρό αυτό θέμα, είχαν προβλέψει μια σειρά από ποινές για όλα σχεδόν τα αδικήματα που άπτονται των ομοφυλοφιλικών σχέσεων:
Σε περίπτωση που κάποιος δούλος παρενοχλεί ένα ελεύθερο αγόρι, τότε τιμωρείται με δημόσιο μαστίγωμα με πενήντα βουρδουλιές, (Κατά Τιμάρχου 139).Σε περίπτωση βιασμού το θύμα μπορεί να καταγγείλει το δράστη για βιαιοπραγία και τιμωρείται με χρηματικό πρόστιμο, το οποίο καταβάλλει τόσο στο θύμα όσο και στο κράτος
Για περιπτώσεις ασέλγειας, έναντι αγοριών οποιοσδήποτε Αθηναίος πολίτης μπορούσε να υποβάλλει μήνυση δημοσίως έναντι του δράστη και το δικαστήριο, κρίνοντας ανά περίπτωση, επέβαλλε την αρμόζουσα ποινή (Κατά Τιμάρχου 15).
Νομικές κυρώσεις για Ομοφυλόφιλους
Επικαλούμενος νομικές διατάξεις που αποδίδονται στο Σόλωνα, τον διάσημο αρχαίο νομοθέτη, ο Αισχίνης ευθαρσώς καταρρίπτει το μύθο της ομοφυλοφιλίας στην αρχαία Αθήνα!
Οι κυρώσεις που προβλέπει η αθηναϊκή νομοθεσία για όσους συνάπτουν ομοφυλοφιλικές σχέσεις είναι οι ακόλουθες:
Δεν του επιτρέπεται να γίνει μέλος των 9 αρχόντων.Δεν του επιτρέπεται να εκλεγεί ιερέας.
Δεν του επιτρέπεται να είναι συνήγορος του λαού.
Δεν επιτρέπεται να ασκεί εξουσία εντός ή εκτός της Αθήνας.
Δεν επιτρέπεται να σταλεί ως κήρυκας πολέμου.
Δεν επιτρέπεται να εκθέσει γνώμη (ως άμουσος – ανισόρροπος).
Δεν επιτρέπεται να μπει σε (δημόσιους) Ναούς.
Δεν επιτρέπεται να στεφανωθεί στις στεφανοφορίες.
Δεν επιτρέπεται να μπαίνει στον ιερό χώρο της αγοράς. Όποιος λοιπόν έχει καταδικαστεί ως ομοφυλόφιλος αλλά ενεργήσει αντίθετα των διατάξεων του νόμου θα τιμωρείται με Θάνατο!
Η ξεκάθαρη διατύπωση του Αισχίνη δεν αφήνει περιθώρια για παρανοήσεις! Οι Αθηναίοι όχι μόνο δεν αποδέχονταν ως φυσιολογικές τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις αλλά αντίθετα είχαν θεσπίσει βαρύτατες κυρώσεις για όσους έρχονταν σε επαφή με ομόφυλους.
Η απόδοση επομένως του χαρακτηρισμού «ομοφυλόφιλοι» συλλήβδην στους αρχαίους Αθηναίους όχι μόνο δε συνάδει με την πραγματικότητα αλλά παραβλέπει επιδεικτικά αναμφισβήτητα ιστορικά ντοκουμέντα!
Η ''παιδεραστία'' στην αρχαία Ελλάδα δεν είχε καμία σχέση με τη σημερινή της κατάπτυστη έννοια. Κίναιδοι είναι η λέξη που τους περιγράφει
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Δ. Δημητρᾶκος: «Λεξικὸν Ἑλληνικῆς Γλώσσης»
J. Hofman: «Ἐτυμολογικὸν Λεξικὸν Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς»
ΑΙΣΧΙΝΗΣ «κατὰ Τιμάρχου»
Χ. Μπαλτᾶς: «Λεξικὸ Ἀρχαῖας Ἑλληνικῆς γλώσσης» Ἔκδοσις Παπαδήμα
Ἐγκυκλοπαιδικὸν Λεξικὸν «ΗΛΙΟΣ»
«Λεξικὸν Σουΐδα».
ΠΛΑΤΩΝ ΓΟΡΓΙΑΣ
ΑΝΤΙΛΕΞΙΚΟΝ Θ. Βοσταντζόγλου β᾽ Ἔκδοσις Ἀθῆναι 1962,
ΟΙ ΚΙΝΑΙΔΟΙ Κωνσταντῖνος Πλεύρης Ἐκδόσεις ΗΛΕΚΤΡΟΝ 2005
ΣΟΛΩΝΟΣ ΝΟΜΟΙ Βιβλίον 5ον
ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΝΟΜΟΙ
lexigram.gr
ΠΕΡΙ ΛΕΣΒΙΩΝ